United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχει φαρμάκι αυτό το αίμα, και σε καίγει καθώς ταγγίξης. Μα φοβούμαι μήπως εκείνο σαγγίξη, και σε λυπούμαι, γιατί πρέπει μέσα σου νάχης ρωμαίικο αίμα και συ. Τι σου φταίγω ως τόσο! Δικό σου είναι το αίμα μου, και σου τόστελα. Πες τώρα κανενός να τα πετάξη αυτά τα χαρτιά στη θάλασσα. Ναι, έτσι, με τη μασιά να τα πιάσουνε. Τι; τους καίνε πάλι; Μην απελπίζεσαι. Πρόσταξε φωτιά να τους βάλουν.

Τον έσπρωξε κι εκείνος γούρλωσε τα μάτια, αλλά του φάνηκε να τον καίνε, να είναι σκεπασμένα με στάχτη, σαν να γύριζε από την κόλαση. Η γριά δεν ξανάνοιξε τα δικά της. Τα χέρια της είχαν κοκαλώσει, τα δάχτυλα ήταν άκαμπτα και ανοιχτά, κουνούσε ακόμη τα χείλη της που είχαν γίνει βιολετιά και γύρω γύρω μαύρα, αλλά δε μιλούσε πια. Δεν ξαναμίλησε.

Έτσι είπε, μα δεν τούστρεγε ο γιος του Κρόνου ακόμα, Μον τα σφαχτάρια δέχτηκε και πλήθαινε τις πίκρες. 420 Έτσι σαν είπαν προσεφκή κριθάρι πασπαλώντας, πρώτα σηκώνουν του βοδιού την κεφαλή, το σφάζουν, το γδέρνουν, κόβουν τα νεφρά, και τα διπλοτυλίγουν με σκέπη, και τα συγιρνάν μ' από παντού κομμάτια Τότες σε σκίζες άφυλλες τα καίνε.

Μ' έπιασε, αληθινά, φρίκη βλέποντας να καίνε αυτούς τους δυο Ιουδαίους κι' αυτό το χρηστό Βισκαϊανό, πούχε παντρεφτή τη νουνά του. Αλλά ποια ήταν η έκπληξή μου, ο τρόμος μου, η ταραχή μου, σαν είδα μέσα σ' ένα κίτρινο ράσο και κάτου από μια μίτρα κάποιον, που έμοιαζε του Παγγλώσση. Έτριβα τα μάτια μου, έβλεπα προσεχτικά, είδα να τον κρεμούν· έπεσα λιπόθυμη.

Άρχοντα Τριστάνε, ο Θεός να σας βοηθήση· γιατί εχάσατε τούτον τον κόσμο και τον άλλο. Όποιος προδίνει τον κύριό του, τον διαμελίζουν με δυο άλογα, ή τον καίνε στην πυρά, και όπου πέση η στάχτη του τίποτε πεια δε φυτρώνει, και τ' όργωμα μένει μάταιο. Τα δέντρα κ' η χλόη μαραίνονται. Τριστάνε, δώσε πάλι τη Βασίλισσα σε κείνον που την πήρε γυναίκα, κατά τον νόμο της Ρώμης.

Θυμωμένος απάντησε ο Βασιλιάς: «Όχι, ούτε αναβολή, ούτε έλεος, ούτε δίκη. Μα τον Ύψιστο Θεό που έφτιασε τον κόσμο, αν κανείς τολμήση να δευτερώση αυτήν την αίτησι, πρώτος θα καή απάνω σ' τη φωτιάΔιατάζει ν' ανάψουνε τη φωτιά και να πάνε στο παλάτι να φέρουνε πρώτον τον Τριστάνο. Καίνε ταγκάθια, όλοι μένουν αμίλητοι, κι' ο Βασιληάς περιμένει.

Ύστερα άλλαξε το σκοπό: «Τι να σου στείλω, Ξένε μου, τι να σου προβοδήσω; «Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, «Να στείλω σου τα δάκρυα μου σ' ένα χρυσό μαντήλι.. «Τα δάκρυα μου είναι καφτερά και καίνε το μαντήλι.. Και με την ύστερη λέξη αυτού του τραγουδιού έπεσε σε βαθειά νάρκη. Μια ώρα ακέρια πέρασε, που βαρυοκοιμώνταν στην αγκαλιά του Ύπνου, που μια τρίχα, τη χώριζε από τον θάνατο.

Εκείνη ξέρει τι κάμνει. Εκεινής δεν της κοστίζει τίποτις η αγάπη. Και για τούτο είναι κρύα μαζί μου, κρύα, όταν την καίνε τα φιλιά μου. Μάρμαρο και χιόνια. Χιόνια βουνό που δε λιώνει. Κατάλαβα με μιας. Ταγάπησα εκείνο το γράμμα, γιατί μ' έφεξε σαν το κερί και την είδα, την αλήθεια! Ανεβαίνω στην κάμερή της και τα βλέπω. Κομματάκια, κομματάκια χαρτί. Σκόρπια κατά γης. Ξεσκισμένα λιανά λιανά.

Εγώ ξέφυγα, Ιζόλδη, και σένα θα σε σκοτώση. Για μένα την καίνε! Γι' αυτή, πρέπει κ' εγώ να πεθάνω». Ο Γκορνεβάλης του είπε: «Ωραίε άρχοντα, ησυχάστε, μην ακούτε το θυμό σας. Κυττάχτε αυτόν τον πυκνό θάμνο, το φραγμένο από πλατύ αυλάκι. Ας κρυφτούμε κει. Πολλοί περνάνε από το δρόμο. Θα μας πουν νέα.

Ο 'Μέρ-πασάς μαθαίνει Του κυνηγού την προδοσιά καιτην απελπισιά του. 'Σάν πήρε ο Κώστας τα βουνά, του σφάζει τα παιδιά του. Τώπαν του Κώστατα βουνά και τάρματα πετάει Καιτης Κλεισούρας το μικρό το ρημοκλήσι πάει Και γίνεται καλόγηρος, ντύνεται ράσα μαύρα Και της καρδιάς του την πολλή θέλει να σβύση λάβρα Με δάκρυα νύχτα-'μέρα, Μ' αναστενάγματα βαρηά που καίνε τον αγέρα.