United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η φυλακ' είναι μια φωτιά, η φυλακ' είνε λάβρα, Η φυλακή μού τάβαψε τα σωθικά μου μάβρα... Μόνο ο Βεργής, απ όλους μες το Ένα , ήταν τυχερός. Ήρθε η γυναίκα του από το χωριό, να τον ιδή, να του φέρη και καθελοής δώρα, πούχε στο φτωχικό τους. Βρήκε αράδα, κ' εμπήκε στην αβλή, κι ο Κυρ-Λοχίας άναψε από τη λιμπιστή την ομορφάδα της.

Δε συλλογιέμαι εγώ καμιά μαντολογιά που ξέρω, 50 λόγο δε μούπε η σεβαστή μητέρα μου απ' το Δία· λάβρα όμως τόχω της καρδιάς, πάει να μου φέρει φρένια, όταν κανείς τον ίσο του να παραπάει γυρέβει και πίσω αρπά του το πρεσβιό, τι πιό 'ναι δυνατός του.

Άναβαν, έκαιαν, σπίθες ολόθερμης επιθυμίας επετούσαν τα μάτια τους. Γλαρά, φλογισμένα, γυαλιστερά ελαμποκοπούσαν στης ξυπνισμένης σάρκες την καφτερή τη λάβρα, στου ξαναμένου πόθου το πύρινο καμίνι. Οι λιμοκοντόροι ξετρελάθηκαν μαζί της. Τα γεροντοπαλήκαρα όλους στη λύσα ξαπερνούσαν. Μανιασμένοι γερόλυκοι! Έτρεμαν τα χείλια τους. Έτρεμαν τα χέρια τους. Έτρεμαν τα ποδάρια τους.

Ποιος είδε το Βεζούβιο Να βγάζη, να ξερνάη Στάχτη και λάβρα και φωτιαίς Και πέτραις 'σά μεγάλα Βουνά ν' ανασηκόνονται Μισουρανής. Και άλλα Εδώ να πέφτουν, κι' άλλα 'κεί, Κι' ο τόπος να βογγάη; Έτσι κι' εκείνοι οι ένδοξοι Σε μόνο το Θεό μας Το μυστικό τους έδειξαν, Κρυφά, κρυφά τους σκάφτουν, Φκιάνουν το μνήμα της σκλαβιάς, Και τη φωτιά ανάφτουν, Που έμελλε να καταπιή, Να πνίξη τον εχθρό μας.

Έσβυσ' εκείνη η φλόγα της. Πλην μεςτα σωθικά της Καίει μια άσβεστη φωτιά, Που καρτερεί μια 'μέρα Ν' ανοίξη μια τρυπούλα της, Να πάρη 'λίγο αέρα, Να βγάλη φλόγα τρομερή Και πάλι η φωτιά της. Πόσαις φοραίς απ' ταις 'ψηλαίς Του γέρου Πίνδου ράχαις Αγνάντεψα την καταχνιά Μακρυά, 'ς την Άγια Μαύρα, Και είπα ότι άναψε Και πάλ' εκείνη η λάβρα, Κ' είπα πως πάλι άναψαν Του Έλληνος η μάχαις! . . .

Ο 'Μέρ-πασάς μαθαίνει Του κυνηγού την προδοσιά καιτην απελπισιά του. 'Σάν πήρε ο Κώστας τα βουνά, του σφάζει τα παιδιά του. Τώπαν του Κώστατα βουνά και τάρματα πετάει Καιτης Κλεισούρας το μικρό το ρημοκλήσι πάει Και γίνεται καλόγηρος, ντύνεται ράσα μαύρα Και της καρδιάς του την πολλή θέλει να σβύση λάβρα Με δάκρυα νύχτα-'μέρα, Μ' αναστενάγματα βαρηά που καίνε τον αγέρα.