United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ήλιος από το πλάι κάνει ν’ αστράφτει όλη η πεδιάδα∙ σε κάθε βούρλο και από μια ασημένια κλωστή, από τον θάμνο κάθε φλόμου ξεχύνεται το τιττύβισμα κάποιου πουλιού∙ και να ο λευκοπράσινος κώνος του βουνού Γκάλτε με λωρίδες σκιάς και φωτός, και στoυς πρόποδές του το χωριό που μοιάζει ν’ αποτελείται μόνο από τα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής πόλης.

Ατέλειωτες οι λωρίδες των μεγαλοδρόμων έσχιζαν βουνάκια και κάμπους και χωριά, πότε ίσιες κι άσωτες, και κουραστικές, πότε φειδωτές και καμαρωμένες, κι όλο ομαλές κι ολόστρωτες, χαρωπές κι ήμερες.

Τα φυλλοφόρα δένδρα ήσαν κάτω αυτού βαθιά, και εφαίνοντο σαν να ήσαν πατατιές· οι θάμνοι εδώ επάνω εγίνοντο μικρότεροι, τα τριαντάφυλλα των Άλπεων εξεφύτρωναν πλάι- πλάι 'στο χιόνι, που ήτο στρωμένο λωρίδες, λωρίδες, όπως τα πανιά εις το πλυντήριον. Μια γαλανή γεντιανή, που ευρέθη εμπρός εις τον δρόμον του, την εζούλισε με τον υποκόπανον του όπλου του.

Σηκώνοντας όμως τα μάτια ο Έφις είδε ότι δεν ήταν η Λία εκείνη η ψηλή γυναίκα που πρόβαλε ευκίνητη στο μπαλκόνι και κούμπωνε τα μανίκια από το μακρύ, μαύρο πανωφόρι της. «Ντόνα Νοέμι, καλημέρα, κυρά μου! Δεν θα κατεβείτεΕκείνη έσκυψε λίγο το κεφάλι με τα πυκνά, χρυσόμαυρα μαλλιά, που έλαμπαν γύρω από το χλωμό πρόσωπο σαν δυο λωρίδες σατέν.

Δεκαπέντε δραχμαίς την χιλιάδα της αγόρασα από το παππά-Σάββα τον αγιορείτην, διηγείτο ο Μιστόκλης προς την γυναίκα του, ατενίζων μετά φόβου πάντοτε την βεβαρημένην της κοιλίαν· τα σανιδοκόμματα μου τα χάρισεν ο ξάδερφός σου ο μαραγκός, ώστε λίγη ψαρόκολλα μόνον αγόρασα και λίγες λωρίδες τενεκέ και λίγα τζάμια από το φαναρτσή, απομεινάρια.

Και τα ματάκια της ραντίζουν το κοκκινόχωμα του χωριού της. Ε! έτσι είταν της μοίρας της! Θα χωριστή τόρα απ' τη μαννούλα της, θα πάη πέρα σε ξένη χώρα γι αυτή και σε ξένο κόσμο. Λίγα βήματα ακόμα και φτάνουν στο σταθμό. Το τραίνο ήρθε λαχανιάζοντας, κατάμαυρο. Τα δυο μεγάλα κόκκινα μάτια του μπροστά, οι λυχνίες του στη γραμμή, απλόνουν κόκκινες φωτερές πλατειές λωρίδες στα χαλίκια.