United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι μισοί επιβάτες άρρωστοι, ξεψυχώντας απ' αυτές τις ανυπόφορες αγωνίες, που το κούνημα του καραβιού προξενεί στα νεύρα και σ' όλα τα υγρά του σώματος, που ταράζονται σε αντίθετες διευθύνσεις, δεν είχαν ούτε καν τη δύναμη ν' ανησυχήσουν για τον κίνδυνο. Οι άλλοι μισοί ξεφωνούσαν και προσευχόντανε. Τα πανιά ήτανε σκισμένα, τα κατάρτια σπασμένα, το καράβι ανοιγμένο. Σάλευε όποιος μπορούσε, κανείς δε συνενοούτανε, κανένας δεν κυβερνούσε. Ο αναβαπτιστής βοηθούσε λιγάκι στην κυβέρνησι του καραβιού· ήτανε πάνω στη γέφυρα: ένας ναύτης θυμωμένος τόνε χτυπά απότομα και τον ξαπλώνει στα σανίδια: Αλλ' από το χτύπημα, που τούδωσε, τινάχτηκε κι' ο ίδιος τόσο δυνατά, πούπεσε έξω από το καράβι με το κεφάλι κάτω. Έμενε κει κρεμασμένος και γαντζωμένος από ένα κομμάτι σπασμένου καταρτιού. Ο αγαθός Ιάκωβος τρέχει να τον βοηθήση, τον βαστάει να ξανανέβη, αλλ' από την προσπάθεια, που κάμνει, γλυστράει και πέφτει στη θάλασσα μπροστά στα μάτια του ναύτη, που τον αφήνει να χαθή χωρίς να γυρίση να τον ιδή. Ο Αγαθούλης πλησιάζει, βλέπει τον ευεργέτη του που ξαναφαίνεται μια στιγμή και που βυθίζεται για πάντα. Θέλει να ριχτή στη θαλασσα· ο φιλόσοφος Παγγλώσσης τον εμποδίζει, αποδείχνωντάς του, πως ο κόρφος της Λισσαβώνας κατασκευάσθηκε επίτηδες για να πνιγή σ' αυτόν ο αναβαφτιστής. Ενώ το απόδειχνε

Κι' η Αντρομάχη η λυγερή το κλάμα αρχίζει πρώτη, 723 την κεφαλή του Έχτορα στα χέρια της κρατώντας «Άντρα μου, νιος μου χάθηκες και χήρα νια μ' αφίνεις 725 στον πύργο εδώ, κι' ο γιόκας μας μικρούλης έτσι ακόμα που εσύ κι' εγώ τον κάναμε, μηδέ θα δει πια νιότη, τι πρινναι, κάτι μου το λέει — η χώρα αφτή ως στο κάστρο θα ρημαχτεί, τι εσύ ο φρουρός να! πήγες, που φρουρούσες και κάστρο και μικρά παιδιά κι' αρχοντικές γυναίκες, 730 που τώρα με καράβια οχτρών ταχιά θα παν στα ξένα, και θενά πάω μαζί κι' εγώ... Τότες κι' εσύ, παιδί μου, μαζί μου ή θάρθεις στη σκλαβιά και θα σκλαβοδουλέβεις εκεί στα ξένα από σκληρό αφέντη αγγαρεμένος, ή — ω φρίκη! — θα σε πιάσει οχτρός, θα ρήξει σε οχ τον πύργο, 735 με πάθος που ίσως τούσφαξε ο Έχτορας το γιο του τον πατέρα ή αδερφό· τι απ' το χαλκό του πλήθος Αργίτες δάγκασαν της γης τ' αμέτρητα λιθάρια, τι σα θεριό ο πατέρας σου είταν στη μάχη πάντα. 739 Για αφτό όλος τον θρηνά ο λαός μες στ' αψηλό μας κάστρο... κι' έκανες θρήνους να ποθούν και κλάματα οι γονιοί σου, Έχτορα· εγώ όμως θαν τα πιω τα πιο πολλά φαρμάκια, τι ξεψυχώντας, άντρα μου, δε μ' άπλωσες τα χέρια, δε μούπες λόγο σου γλυκό, που πάντα ... νύχτα μέρα ... ναν τον θυμάμαι και βροχή τα δάκρια μου να τρέχουν745