United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δύσκολον είναι το έργον, επρόσθεσε στενάζων ο Γεροστάθης· αλλ' ο Δημοσθένης μας εδίδαξεν ότι δεν υπάρχει δυσκολία, την οποίαν η σταθερά θέλησις και η φιλοπονία δεν δύνανται να υπερνικήσωσιν. Ας φωτίζωμεν εν τούτοις και ας αυξάνωμεν τας διανοητικάς και σωματικάς ημών δυνάμεις. Ας αγαπήσωμεν τους κόπους και την εργασίαν. Ας εξευγενίζωμεν και ας ανυψόνωμεν το αίσθημα διά του Ελληνισμού.

Πάλιν εις της Λιζιέ ήσουν; ποιος ξεύρει τι λογαριασμοί με περιμένουν! υπολαμβάνει ο Ιωάννης, στενάζων εκ των εγκάτων αυτού. — Ου! καϋμένε Γιάγκο! να σε ακούση κανείς, θα ειπή πως σ' επτώχυνα· τι λογαριασμοί; Δύο μήνας έχω τώρα που σε παρακαλώ διά τον παληό της λογαριασμό από χίλια πεντακόσια φράγκα, και ακόμη . . . — Θαλθή και αυτουνού η ώρα του, διακόπτει ο Περδίκης, και μη στενοχωρηέσαι.

Περίλυπος μετέβην τότε από το κοιμητήριον αυτό των ζώντων εις το κοιμητήριον των αποθανόντων, όπως ασπασθώ τον τάφον του ευεργέτου μου, και επ' αυτού κλαύσω την ερήμωσιν της πατρίδος. Αλλ' ουδέ ίχνος του τάφου του υπήρχε πλέον! Δυστυχεστάτη πατρίς! ανέκραξα τότε στενάζων βαθέως, δεν θέλει λοιπόν παρέλθει η οργή του Κυρίου από σου,

Η άλλη, η Στέρφα, ούτε φωνήν εξέβαλλεν, ούτε κίνημα έκαμεν, ούτε εσκέπτετό τι περί όλης της θέσεως των πραγμάτων. — Δεν με μέλει για την Στέρφα, είπε τέλος στενάζων ο βοσκός. Την Ψαρή ας μπορούσα να γλυτώσω! . . .

Αληθές είναι ότι διέρχεται τα τρία τέταρτα αυτής χασμώμενος ή στενάζων, αλλ' εβδομήκοντα ή ογδοήκοντα έτη δεν αρκούσιν εις αυτόν διά να χορτάση τα χασμήματα και τους στεναγμούς. Επί πολλούς αιώνας ανεζήτουν αντίδοτον κατά του θανάτου οι αλχημισταί, και από των χρόνων του Ουφελάνδου κατετάχθη εις τας επιστήμας η λεγομένη Μακροβιωτική.

Και μου ωμολόγησε καθ' οδόν ότι ακόμη ήτο έτοιμος να με φονεύση. — Μοι είχεν ανακοινώσει το σχέδιόν του και εγώ, όστις σε γνωρίζω και ηξεύρω την προς τον Χριστόν αγάπην σου, του έδωκα να εννοήση, ότι ο προδότης δεν ήσο συ, αλλά μάλλον ο άγνωστος εκείνος, όστις ήθελε να τον ωθήση εις τον φόνον. — Είναι το πονηρόν πνεύμα και εγώ τον εξέλαβα ως άγγελον, είπε στενάζων ο Ούρσος.

Ο δε Απολλόδωρος και προηγουμένως δεν έπαυε διόλου από του να κλαίη, και τώρα, αφ' ού εξέβαλε δυνατόν βογγητόν κλαίων και στενάζων, έκαμεν όλους τους παρευρισκομένους να κλαίουν, εκτός μόνου του Σωκράτους. Αλλά ησυχάσατε, παρακαλώ, και δείξατε γενναιότητα. Και ημείς, άμα ηκούσαμεν αυτά, εντράπημεν και εκρατήσαμεν τα δάκρυά μας.

Ο παπά Διανέλος εσηκώθη στενάζων, εισήλθεν εις τον ναόν, και προσεκύνησεν εις τας βαθμίδας του ιερού βήματος. Ευθύς κατόπιν έτρεξεν η γρηά Μαθηνώ και η θειά το Σειραϊνώ, η σημαιοφόρος των πανηγύρεων. Αι δύο γυναίκες ήρχισαν να αναζωπυρώσι τα φυτύλια, να ρίπτωσιν έλαιον εις τας κανδήλας και να κάμνουσιν εγκαρδίους σταυρούς. Ησθάνοντο ανέκφραστον χαράν και γλύκαν εις τα σωθικά των.

Αφού λοιπόν έθαψε τον Σευηριανόν μεγαλοπρεπώς, αναβιβάζει επί του τάφου κάποιον Αφράνιον Σίλωνα εκατόνταρχον, ανταγωνιστήν του Περικλέους, όστις τοιαύτα και τοσαύτα ρητορεύει, ώστε μα τας Χάριτας πολύ εδάκρυσα από τον γέλωτα, μάλιστα όταν ο ρήτωρ Αφράνιος εις το τέλος του λόγου, δακρύων και στενάζων με περιπάθειαν ανέφερε τα πολυτελή γεύματα, εις τα οποία είχε παρακαθήσει με τον κηδευθέντα, και τας προπόσεις, αίτινες έγιναν εις αυτά.

Και αγρυπνεί ούτως ολονυκτής, καπνίζων την μεγάλην αυτού π ί π α ν, και στενάζων ενίοτε στεναγμούς βαθέως συγκινούντας τους γείτονάς του. Την νύκτα εκείνην η σοβαρά αυτού μορφή ήτο κατ' εξαίρεσιν συννεφωμένη. Ήτο θυμωμένος. Θυμωμένος, διότι πυγμαίος τις γείτων, ο λόφος του Παυσιλύπου, είχε την θρασύτητα να τα βάλη με τον υπερήφανον γίγαντα, να μετρηθή προς τον αετόν ως αντεραστής.