United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απρίλης ήταν, άνοιξι, Θεού χαρά, γλυκάδα, Και χρόνια, αλήθεια χαλασμού, χρόνια για την Ελλάδα, Αλλά και χρόνια ελευθεριάς με κλέφταις, με ξεφτέρια.

Τα βουνά, » Κι' αυτά με καταριούνται.» « Γιατί, γιατί τα γύμνωσα » Από τους λεβεντάδες, » Τους κλέφταις τους, τους τρομερούς » Έπνιξα τη Φροσύνη, » Μαζή με άλλαις δεκαφτά «'Σ τα Γιάννινατη λίμνη. » Εγώ, εγώ και ο Ταχήρ » Είμαστε οι φονειάδες.» « Ποιος 'χάλασε το Χόρμοβο ; » Της Δέσπως του Λιακάτα » Ποιος άλλος της εζήλεψε » Την ωμορφιά τη τόση; » Την 'πήρατο χαρέμι μου » Κι' απέθανε.

Μας έχουν σαν σκυλιά τους Οι Τούρκ' ημάς τους Χριστιανούς για κάθε θέλημά τους, Και μοναχή φροντίδα τους είνε για να μας σβύσουν. Αυτοί, που Κλέφταις λέμ' εμείς, που διάλεξαν να ζήσουν. 'Στα κορφοβούνια, 'ς τα κλαριά, και 'ς τ' άγρια στενορρύμια Με τα θεριά, μ' αγρίμια· Αυτοί, οπού φωλιάζουνε σε τρίσβαθα λημέρια.

Αφού έφθασεν εις την κορυφήν του λόφου, κατήλθε πάλιν εις το ρεύμα, εις την υπώρειαν του βουνού με τας πολυσχιδείς πλευράς, το οποίον εκαλείτο η Βίγλες. Τις οίδε ποίοι παλαιοί κλέφταις εφύλαγαν άγρυπνοι καραούλια εκεί, και εντεύθεν είχε λάβη το όνομα. Έφθασεν εις την μικράν βρύσιν, εις την ρίζαν του βουνού. Έφεγγεν ήδη. Έπιε νερόν, εδροσίσθη, κ' ευθύς έφυγεν.

Τον ίδρωτα σπογγίζει, Και πάλι ορθός τα θλιβερά τα λόγια του αρχίζει: — Τη μέρα εκείνη, ο άμοιρος, πώς την θυμούμαι ακόμα! Σε πόσους τη μολόγησε το γέρικό μου στόμα!.. Τον άγριον τότε Αλή πασά τα Γιάννινα βαστούσαν, Πουτη βαρειά φοβέρα του κ' οι κλέφταις προσκυνούσαν. Ήμουν μικρός, πολύ μικρός. Αγνάντιατην Καστρίτσα Ο κόμος 'πανηγύριζε. Η μάνα μου η Ζωίτσα Πήρε κ' εμένανε μαζύ.

Να εκεί, 'ς τη μεγάλη κασσέλα, που έχει και μεγάλο κλειδί. Έτσι! εξηκολούθησεν, αφού εξετελέσθη η παραγγελία του. Δος μου τώρα το κλειδί, και βοήθησέ με να βάλωμε την κασσέλα αποκάτω από το κρεββάτι για πειό ασφάλεια. — Ασφάλεια; και τι φοβάσαι! να μας πατήσουν κλέφταις;

Ήρθαν κλέφταις! επανέλαβεν η φωνή του βοσκού. Ήρθαν κορσάροι! Τους είδα με τα μάτια μου! — Κλέφταις; Κορσάροι; επανείπε και ο μπάρμπα-Δήμος. — Σύρε να 'πής στους προεστούς, 'πες και του κυρ-Αναγνώστη του κολλήγα μου, χαιρετίσματα πολλά από μένα, ήρθαν κορσάροι! Τους είδα απάν' στο Σταυρό! Έτσι να έχω καλό τέλος! Είδα παραπάν' από δέκα- δώδεκα. Θα είνε κι' άλλοι κρυμμένοι.

Του διαβόλου η γύφτισσα. — Δεν την μέλει τέσσαρα. — Έκλεψε και δεν θέλει να το πη. — Και τι ψεύτρα! — Μπροστά 'στά μάτια μας να πη φοβερό ψεύμα! — Τέτοιοι είνε, αυτοί οι Γύφτοι! — Κατηραμένη φυλή. — Κλέφταις και ψεύταις. — Άθεοι. Και το πλήθος διελύθη. Έκαστος δε απεκόμιζεν ως λάφυρον έν ράκος εκ του διαρραγέντος πέπλου της αθωότητος.

Η Αθιγγανίς έλαβε τότε το κόσκινον και περιαγαγούσα επί των εν αυτώ κυάμων οικειότητος εκφραστικόν βλέμμα και συνταράξασα αυτούς δις και τρις, ως εάν ήθελε ν' αφυπνίση το βαθέως εν αυτοίς κοιμώμενον μαντικόν πνεύμα, ανεφώνησεν επί το επιτακτικώτερον: — Άνθρωπος σκοτώθηκε, ποιος να τον εσκότωσε; — Τρεις τους λύκους, τρεις τους κλέφταις, τρεις τ' ασκέρια τα σκασμένα· τρεις για τους κρυφούς εχθρούς του, και κουκκιά σαρανταένα.

Και ταύτα επάδουσα εχώριζε τους κυάμους εις διαφόρους τριάδας, κατά το φαινόμενον, αποδίδουσα εις εκάστην διάφορον θέσιν και ιδιότητα. — Τρεις τους κλέφταις, τρεις τους λύκους, τρεις τ' ασκέρια τα σκασμένα, τρεις για τους κρυφούς εχθρούς του και κουκκιά — σ α ρ α ν τ α έ ν α! Πόσα κουκκιά εμέτρησες, κοκκώνα; — Σαράντα, είπεν η μήτηρ μου. — Και σαράντα ήτανε, είπεν η Αθιγγανίς.