United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε μάθη μάλιστα ότι ο άνθρωπος εκείνος τον εκακολόγει και ότι ο Στρατής ο αδελφός της Πηγής επροτίμα ως γαμβρόν τον Τερερέν, όστις ήλπιζε, φαίνεται, ακόμη. Όταν επανήλθεν εις την εργασίαν του, εύρε τον Καρπάθιον πρωτομάστορα εξωργισμένον και απειλούντα ότι θάκανε παράπονα προς τον Σαϊτονικολήν. Επί τέλους δεν 'μπορούσαν αυτοί να κτίζουν και να πουργεύουν.

Τώρα δεπρώτη ημέρα της εξόδου τηςενεφανίσθη ωχροτέρα και ξηροτέρα, και διά να ίδη τα κουκκούλια των νεανίδων και διά να βεβαιωθή περί πολλών, τα οποία ήκουεν εν τη ασθενεία της και τα οποία δεν επιστευε και, ως εφαίνετο εκ του τρόπου της, θα επροτίμα μάλλον να μη είνε αληθή παρά να ευρίσκεται εις την δυσάρεστον θέσιν να τα πιστεύη. Είνε πλασμένοι πολλοί τοιούτοι άνθρωποι.

Τα συμπεράσματα αυτής ήσαν άλλα, έμελλε δε να πλάση ολόκληρον ιστορίαν περί του πράγματος, αν δεν επροτίμα να κάμη μίαν αληθή. Προς τούτο ήρχισε να κατασκοπεύη περί την εσπέραν τα κατατόπια, όπου είχε μάθει ότι κατώκει η ξένη. Αύτη ήτο έγκλειστος εις το υψηλότερον δώμα, κτίριόν τι πυργοειδές, μέρος έρημον, οπού σπανίως ανέβαινον αι μοναχαί.

Πώς να μη μαλώσουν, αφού η θεια του η Καβούλαινα ήθελε να τον παντρέψη με το μέρος όπου επροτίμα αυτή, χωρίς να λάβη την άδειαν και της θειας του της Χαρανίνας. Ήτον, αλήθεια, ακριβός και περιζήτητος γαμβρός ο Στάμος.

Γνωρίζων λοιπόν τον χαρακτήρα των Αθηναίων δεν ήθελε να γίνη θύμα κατηγορίας αδίκου και αισχράς, αλλ' επροτίμα, εάν ήτο ανάγκη, να αποθάνη με τα όπλα εις χείρας.

Παρετήρει επιβάλλων σιωπήν εις τα παράπονά των. — Ορίστε κυρ-Δμάκη! τω λέγει ημέραν τινά ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών δύο συγχρόνως πρέζας ταμβάκου: — Καλώς ώρισες, αδελφέ μου! Πότε με το καλό; Ο κυρ-Δημάκης θα επροτίμα ν' αποφύγη αυτάς τας περιποιήσεις και κολακείας. Αλλ' ήτο αδύνατον να κρυβή πλέον. Τω εξωμολογήθη λοιπόν τα πάντα. — Αυτά είνε μονάχα; Παρετήρησεν ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών άλλας δύο πρέζας.

Ο Λαλεμήτρος είχεν ήδη παραλάβει τας δύο γυναίκας κάτω, εις την πρώτην θέσιν, αλλ' επροτίμα και αυτός τον καφέ της θείας του, διότι παρεσκευασμένος με τας χείρας της, τω εφαίνετο, θα μυρίζη ολίγην πατρίδα. Καϋμένη πατρίδα! Μόνον εις την ξενιτείαν καταλαμβάνει κανείς τι αξίζεις! . . .

Αν όμως δεν θέλη, δεν την εβίαζε και κανείς· ηδύνατο να πάρη το αρνάκι της και να πάη από εκεί που ήλθε. Ο χωρικός ωμίλει αυστηρώς, αλλά δεν είχε και άδικον. Η Μάρω ωμολόγησε τούτο καθ' εαυτήν, αλλά ν' αφήση τον Γιάννο μοναχόν! Και μόνη η υπόθεσις την εβασάνιζε. Καλλίτερα επροτίμα να φύγη, να διανυκτερεύση μαζί του έξω, εις την ερημιά, παρά να τον αφήση μόνον

Έθαψαν τονε, είπεν ο Μανώλης, ο οποίος όμως θα επροτίμα ίσως να εθάπτετο, αντί του Λαδομπραΐμη, ο Στρατής, του οποίου η ανάμνησις είχεν αρχίσει να τον ανησυχή και οσάκις ήκουε βήματα εις την οδόν ανεταράσσετο. — Να πάρης κιάλλους πολλούς αγάδες μαζή σου, Μπραΐμ αγά, είπεν η Σαϊτονικολίνα, να σου κάνουνε συντροφιά! ... Να, εσκεπάσαν τονε και φεύγουνε.

Συχνά την έβλεπεν εταστικώς, ωσάν να ήθελε κάτι ν' αναγνώση επί του προσώπου της, κάτι να μαντεύση· ούτε παρατήρησιν όμως τη απηύθυνε ποτέ, ούτε τίποτε. Εκείνη έβλεπε ταύτα και ηδημόνει. Θα επροτίμα θόρυβον μάλλον παρά την ησυχίαν αυτήν. Αντί της απαθείας του, θα επροτίμα παρατηρήσεις, ανακρίσεις φανεράς, ελέγχους. Ταύτα θα εδείκνυον ενδιαφέρον, πάθος τι, έν αίσθημα.