United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν έκυπτες και παρετήρεις υπό την κατσούλαν της κάπας του, θα έβλεπες κάτωχρον το πρόσωπον του Κομποδήμου το άγριον. — Βρε, παιδιά, λέγει, κακά μαντάτα! Να, άλλα πατήματα δεν βλέπω. Να, κ'ττάξ 'τε και σεις. Τωόντι άλλα ίχνη επί της χιόνος δεν υπήρχον, εκτός ολίγων τινών ακόμη, και παραπέρα ηπλούτο η χιών σιωπηλή, άθικτος.

Και είδεν από το παράθυρον τον δεύτερον χωρικόν, όστις διήρχετο χωνόμενος εις τα ίχνη του πρώτουευκολώτερονμε τσαρούχια χονδρά ούτος και χονδραίς μάλλιναις κάλτσαις ποιμένος, με χονδρόν εγχώριον παντελόνι ως πάνναν ελαιοτριβείου, και με μίαν βαρείαν και ογκώδη ποιμενικήν κάπαν, κουκουλωμένος την κεφαλήν με την κατσούλαν της, και φανερόνων μόνον αγκυλωτούς μύστακας μαύρους και πώγωνα τραχύν αξύριστον, εν ώ αι σκληραί της κάπας του άκραι παρέσυρον την χνοώδη της χιόνος επιφάνειαν.

Αλλ' η θεια Μυγδαλίτσα, κάθιδρως εκ του επιπόνου και φοβισμένου δρόμου της, ούτε ήκουε τας αστειότητας των ποιμένων, αλλά πεσούσα σχεδόν επάνω εις την ανθρακιάν εθερμαίνετο. — Μεσάνυχτα! Νά, μεσάνυχτα, διέκοψε τότε ο Κουτσογεώργης, μετά ώραν σιωπής καταβιβάσας την κουκούλαν της κάπας και θεωρών σοβαρώς τους αστερισμούς. — Νά ο αστέρας!

— . . . Τα μυρίστηκα εγώ, που ήθελαν να κρυφτούν κάτω στο ρέμμα, δίπλα στο δρόμο μας . . . Τους άκουσα που μουρμούριζαν οι δύο τους: — «Βρε συ, Στάθη, καϋμένε, να, με την κάπα να στήσης ολόρθη την κουκούλα, και τα μανίκια της κάπας να τα σηκώσης ψηλά, να φαίνεται σα στιχειόΠού, βρε συ, Γιάννη; του λέει ο άλλοςΝα, κάτω, στα σχίνια εκεί . . . κ' εγώ να κάνω το βοϊδάκι, τάχα, να μουγκρίζω . . . κι' απέκει, σα λακκήσουν, τους παίρνουμε με τα κοτρώνια». Σαν τάκουσα, καλά, να σας δείξω εγώ! . . . Λέγω της γρηάς να καθίση στην άκρη, να βαστά τον ανασασμό της, και να με καρτερή, κ' έφτασα . . . «Πού πάς; — ΣώπαΠαίρνω το μονοπάτι, στην πέρα πάντα . . . Κατά τα σκίνια αυτοί, κατά τα πρινάρια εγώ . . . Τους βλέπω αντίκρυ που παραμόνευαν κρυμμένοι.

Και προσεπάθει ν' ανάψη φωτίαν προ του ναού του ερήμου χωρίου, βοηθούμενος και υπό τινος παιδιού, το οποίον έσπευδεν υπό την βαρείαν κάπαν του, μετά κόπου σύρον αυτήν, να σωρεύση φρύγανα και άλλα ξύλα από των κρημνισμένων οικίσκων. — Ακόμα να ιδούμε, εξήλθεν έρρινος άλλη φωνή από μιας άλλης κάπας, πλαγιασμένης εκεί εγγύς της ετοιμαζομένης ανθρακιάς, υφ' ην είχε γύρει άλλος ποιμήν.

Παρέκει κάθηται άνευ της κάπας του ο ποιμήν ο Κομποδήμος, έχων εις το πλευρόν του φιάλην χιλιάρικην, πεπληρωμένην οίνου μαύρου σπιτίσιου, και από καιρού εις καιρόν πληροί το ποτήριον εκεί πλησίον κείμενον και αυτό, και πίνει με κατακόκκινον το πρόσωπον και ημιδακρύοντας τους οφθαλμούςεκ της χαράς τάχα ή εκ του οίνου;

Οι βοσκοί ενωτισθέντες τον μονότονον ήχον ετινάχθησαν διά μιας επάνω, επέταξαν τας κάπας των, ενίφθησαν και έτρεξαν εις την Εκκλησίαν, κρατούντες τας λαμπάδας των.

Αλλ' επειδή ο Κουτσογεώργης δεν απήντα, ηγέρθη ο αγαθός ποιμήν και επλησίασε να τον σκιάξη δήθεν. — Α! κάμνει μια πλησίον της κάπας. Αλλ' επειδή αύτη ήτο ακίνητος, έχωσε την χείρα του υπό την κουκκούλαν, ίνα του τραβήξη τους μύστακας και γελάση. Αλλά μετά φρίκης ωπισθοχώρησε σταυροκοπούμενος.

Αλλ' ο Κουτσογεώργης είχεν αποκοιμηθή πλέον υπό τι εφάπλωμα χονδρόν παλαιόν, όπερ του έστειλεν η γυναίκα του, ως θερμότερον της ξηράς κάπας. — Δεν ακούς, Κουτσογεώργη; επανέλαβεν ο ποιμήν εντονώτερον. Εγώ λέγω να κοιμηθούμε κομμάτι. Ουδεμία απάντησις. Χλα-Χλα-Χλα μόνον έκαμνεν η χύτρα, εν η τα εντόσθια εχόρευον αναιβοκαταιβαίνοντα.

Αλλ' οι ποιμένες και οι βοσκοί όλοι έρεγχον εξηπλωμένοι μεταξύ των σχοίνων και των κομαρεών, τυλιγμένοι εις τας κάπας των, ευχαριστημένοι ότι επανήλθεν η άνοιξις και εύρισκαν ολιγώτερον παγεράν της γης την υγρασίαν.