United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' η θεια Μυγδαλίτσα, κάθιδρως εκ του επιπόνου και φοβισμένου δρόμου της, ούτε ήκουε τας αστειότητας των ποιμένων, αλλά πεσούσα σχεδόν επάνω εις την ανθρακιάν εθερμαίνετο. — Μεσάνυχτα! Νά, μεσάνυχτα, διέκοψε τότε ο Κουτσογεώργης, μετά ώραν σιωπής καταβιβάσας την κουκούλαν της κάπας και θεωρών σοβαρώς τους αστερισμούς. — Νά ο αστέρας!

Αλλ' επειδή ο Κουτσογεώργης δεν απήντα, ηγέρθη ο αγαθός ποιμήν και επλησίασε να τον σκιάξη δήθεν. — Α! κάμνει μια πλησίον της κάπας. Αλλ' επειδή αύτη ήτο ακίνητος, έχωσε την χείρα του υπό την κουκκούλαν, ίνα του τραβήξη τους μύστακας και γελάση. Αλλά μετά φρίκης ωπισθοχώρησε σταυροκοπούμενος.

Σήκω να πάμετην εκκλησία· και μη μιλήσης, για το Θεό! σου πήρε αμέσως τη φωνή. — Πού είνε; πού είνε; είπεν ηρέμα ο παις. — Νά τος! Εκεί με τη λύρα του. Πάμε. Πού είνε ο Κουτσογεώργης; — Κοιμάται εκείτο χάλασμα κουκκουλωμένος. Αληθώς έρεγχεν εκεί ο Κουτσογεώργης σκεπασμένος. Αλλ' αίφνης φωνάζει ο παις. — Εγώ θα σου δείξω ότι δεν φοβούμαι τα Σκαλικαντζούρια.

Κακορράχεις! εμουρμούρισεν η γραία συνερχομένη εκ του τρόμου. Σκαλικαντζούρι του χωριού! — Αμ πού είνε ο Παπάς, θεια Μυγδαλίτσα; ηρώτησεν ο είς ποιμήν, ανασκαλίζων την πυράν και χασμώμενος. — Θα λειτουργήσ' η θεια Μυγδαλίτσα, προσέθηκεν ο Κουτσογεώργης, χασμώμενος και αυτός.

Αλλ' ο Κουτσογεώργης είχεν αποκοιμηθή πλέον υπό τι εφάπλωμα χονδρόν παλαιόν, όπερ του έστειλεν η γυναίκα του, ως θερμότερον της ξηράς κάπας. — Δεν ακούς, Κουτσογεώργη; επανέλαβεν ο ποιμήν εντονώτερον. Εγώ λέγω να κοιμηθούμε κομμάτι. Ουδεμία απάντησις. Χλα-Χλα-Χλα μόνον έκαμνεν η χύτρα, εν η τα εντόσθια εχόρευον αναιβοκαταιβαίνοντα.