United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάτω από τα δέντρα, δίχως μιλιά, την έσφιξε στο στήθος του. Σφιχτά δέθηκαν τα μπράτσα τους γύρω από τα κορμιά τους, και ως την αυγή, σαν τυλιγμένοι με σχοινιά, έμειναν έτσι. Παρά τον Βασιληά και όλους τους φρουρούς του κόσμου, οι αγαπημένοι εγλέντησαν τη χαρά τους και την αγάπη τους. Αυτή η νυχτιά ξετρέλλανε τους αγαπημένους.

Αλλ' οι ποιμένες και οι βοσκοί όλοι έρεγχον εξηπλωμένοι μεταξύ των σχοίνων και των κομαρεών, τυλιγμένοι εις τας κάπας των, ευχαριστημένοι ότι επανήλθεν η άνοιξις και εύρισκαν ολιγώτερον παγεράν της γης την υγρασίαν.

Οι αιπόλοι, ευρόντες ενασχόλησιν και πρόφασιν όπως καπνίζωσι καθήμενοι και ενίοτε όπως εξαπλώνωνται και κλέπτωσιν από κανένα ύπνον τυλιγμένοι με ταις κάπαις των παρά το πυρ, είχον ανάψει έξω δύο πυρσούς, τον ένα έμπροσθεν του ιερού βήματος, τον άλλον προς το βόρειον μέρος. Εντός του ναού η θερμότης ήτο λίαν ευάρεστος τη βοηθεία των έσωθεν και έξωθεν πυρών.

Η ξένη δεν απήντησεν εις τούτο, μόνον επέφερεν: — Εγώ δεν θέλω να σας παραβαρύνω, κυρά· εγώ δεν είμαι κακή γυναίκα. Λυπούμαι αν δεν τάχετε καλά με το Βαγγέλη, αλλά τι φταίω εγώ; Πράγματι, εκείνο το οποίον εφαίνετο ως δέσμη ήσαν τέσσαρες ή πέντε όρνιθες και πετεινοί, δεμένοι από τους πόδας, και τυλιγμένοι εις μέγα πλατύ ράκος. Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη ο κλωγμός των ορνίθων.

Και ζερβόδεξα φαντάσματα να κατεβαίνουν απάνω μας, με τον όγκο τους να μας πνίγουν, πανιά και ξάρτια καραβιών άλλων που έτρεχαν αιθεροπλανημένα νομίζεις να εύρουν τον πόρο τους. Οι ναύτες τυλιγμένοι στην ομίχλη μόλις εξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που ταξειδεύουν στο χάος.

Ως προς δε πάλιν την αντοχήν εις το ψύχοςδιότι οι χειμώνες είνε πολύ βαρείς εις τα μέρη εκείναδεν είχε τον όμοιόν του πάντοτε μεν, αλλ' ιδίως κάποτε που ο παγετός ήτον πάρα πολύ φοβερός, ενώ όλοι ή δεν έβγαιναν έξω, ή αν έβγαιναν, εφορούσαν όσον ημπορούσαν περισσότερα, υποδημένοι δε και τυλιγμένοι εις τους πόδας με αρνακίδας και πιλήματα, αυτός εν τούτοις εξήρχετο φέρων ιμάτιον μεν τοιούτον οποίον και πριν εσυνείθιζε να φορή, ανυπόδητος δε εβάδιζεν επάνω εις τα κρύσταλλα ευκολώτερα παρά οι άλλοι που ήσαν υποδημένοι.

Ο καραβόσκυλος, σειόμενος παταγωδώς, ετίνασσεν από του στιλπνού τριχώματός του την θάλασσαν βραχείς και αυτός την νύκτα· αλλ' οι ναύται τυλιγμένοι εις τας κηρόχρους νιτζεράδες των με τα κηρωτά κασκέτα κεκαλυμμένοι μέχρι των ώτων, με τας χείρας αφανείς κρεμαμένας ως χηλάς οστρακοδέρμου με τους πόδας γυμνούς ωμοίαζον προς καβούρας με τας αγκυλωτάς των μύστακας αναμένοντες «να σκαντζάρη η βάρδια» ίνα ξαλλάξωσιν.