United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. 425 κ' εγώτα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταντον άμμο, και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. και αφούτο πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης, τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα•το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 430 κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη, προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους, 'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα. και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, 435 κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα νειόγδαρτα• εσοφίζονταν απάτη του πατρός της. και αφούτον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν μένοντας• κ' εμείς φθάσαμε σιμά της• τότε αράδα μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. 440 καρτέρι θα ήταν κει βαρύ• μας έπνιγε η βαρεία των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη. και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου; αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη• εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία 445 μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους. και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα. και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, 450 ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις, κ' εμάς πρώτους λογάριασετα κήτη, και ότι δόλος ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος. και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. 455 και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος, ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος• νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο. τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα• και ο γέρος, άμ' απόκαμετόσους 'πώχει δόλους, 460 προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με• Ποίος θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης, και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία;

Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως• Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια, συχνάζει εδώ ένας άψευτος γέροντας πελαγήσιος, Πρωτέας ο αθάνατος, Αιγύπτιος, 'που τα βάθη 385 γνωρίζει όλης της θάλασσας, δούλος του Ποσειδώνα. πατέρας μου είναι, ως λέγουσιν, αυτός μ' έχει γεννήσει. καρτέρι εκείνου αν δύνοσουν να 'στήσης και τον πιάσης, τον δρόμο αυτός θα σου 'λεγε, του ταξειδιού το μάκρος, και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης. 390 και αυτός ακόμη θα σου ειπή, διόθρεπτε, αν το θέλης, ό,τι κακότο σπίτι σου και ό,τι καλό συνέβη, ενώ 'λειπεςτο μακρυνό και δύσκολο ταξείδι.

Πήρες πάλι το χουλιάρι στο χέρι σου. Μην ξεχνάς όμως πως έχουμε και μερικές μικρούτσικες σφίγγες. Αυτές θα βοΐζουν κάποτες γύρω στ' αυτιά σου, και κανένας, μήτε ο μεγαλήτερός σου ο διαφεντευτής, δε θα μπορή να τις πιάση. Αυτές οι σφίγγες είναι ψυχές. Την ψυχή δεν την πιάνεις, όσο ψιλά δίχτυα κι αν στήσης.

Τότ' έλεγεν η 'Αθηνά προς τον Κρονίδη Δία· «Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, 'ς το ερώτημά μου απάντησε· τι μέσα ο νους σου κρύβει; εις του πολέμου τα κακά, 'ς το αίμα, θα τους σπρώχνης 475 ή μεταξύ τους βούλεσαι να στήσης την αγάπη

Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, εις το καράβι σου οδηγόν καθόλου μη ζητήσης• 505 άμα τεντώσης τα λευκά πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι, κάθου• φυσώντας ο Βορηάς θα σου οδηγά το πλοίο. αλλ' άμα τον Ωκεανό διαβής με το καράβι, άγριαν θα ιδής ακρογιαλιά, και της Περσεφονείας τα δάση, λεύκαις υψηλαίς, χασόκαρπες ιτέαις. 510 εις τον βαθύ Ωκεανό την πλώρη αυτού να στήσης, και συτου Άδη κίνησε τ' αραχνιασμένο δώμα, όπου ο Πυριφλεγέθονταςτου Αχέροντα το κύμα, και ο Κώκυτος, 'που της Στυγός απόκομμ' είναι, ρέουν• πέτρ' είναι, όπου βαρύκτυπα τα δυο ποτάμια σμίγουν. 515 και ως φθάσης, ήρωα, κει σιμάτο μέρος, 'που σου λέγω, λάκκο μιαν πήχη σκάψ' ευθύς του μάκρου και του πλάτου, και χύσε γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων• και αφού βάλης μελίκρατο, γλυκό κρασί κατόπι, τρίτα νερό, και μ' άλευρα λευκά τα πασπαλίσης, 520ταις άδειαις κάραις των νεκρών εύχου θερμά, και τάξου δαμάλα στείρα διαλεκτή να σφάξης άμα φθάσης εις την Ιθάκη, και πυράν πολύδωρη να κάψης, και να προσφέρης χωριστόν αρνί του Τειρεσία, ΟΜΗΡΟΥ κατάμαυρο, 'που δεύτερο δεν θα 'χη το κοπάδι. 525 και άμα ικετεύσης τάνδοξα των πεθαμένων πλήθη, κριάρι σφάξε, ολόμαυρη κοντά του προβατίνα, και στρέψε τατο έρεβος• συ γύρε αλλού την όψι προς ταις ροαίς του ποταμού• και τότε αυτού θε να 'λθουν να σ' εύρουν αναρίθμηταις ψυχαίς απεθαμένων. 530 και κάμε τους συντρόφους σου να γδάρουν και να κάψουν τ' αρνιά ριμμένα, ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών ειπήτε, εις τον ανδρείον τον Άδη και εις την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη. και συ το ξίφος γύμνωσε, κάθου και μην αφίνης 535 ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουντο αίμα, πριν συμβουλευθής εσύ τον Τειρεσία. ο μάντης θα 'λθη ευθύς εκεί να σ' εύρη, ω πολεμάρχε• αυτός τον δρόμο θα σου ειπή, του ταξειδιού τα μέτρα, και πώς, το πέλαο σχίζοντας, θα φθάσηςτην πατρίδα». 540

Μάθε ότι απόψε παράστασις θα γίνη εμπρός τον βασιλέα· έχει μέσα σκηνήν 'πού ομοιάζει με τον τρόπον, ως σου τον είπα, 'πού ο πατέρας μου εφονεύθη· παρακαλώ σε, όταν ιδής ν' αρχίσ' η πράξις, να στήσης όλην την ψυχήν σου να προσέχητον θείον μου, κ' εάν, 'ς ένα του λόγου μέρος, το κρυμμένο έγκλημά του απ' την μονιά δεν έβγη, κολασμένο ήταν Πνεύμ' αυτό 'πού εφάνη εμπρός μας, και όλα τα οράματά μου μαύρα ως το καμίνι του Ηφαίστου.