United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


'Σάν νάνε στοιχειωμένος, Κι' ορθό βαστάει το μέτωπο, 'περήφανο, αγριεμένο Το Μεσολόγγι το μικρό, κ' εκείνο στοιχειωμένο, Ατάραχο 'ςτά Τούρκικα τα κύματα βαστιέται. Χουμάει τ' ασκέρι απάνω του, τσακίζεται, σκορπιέται. Χούμησε ως τώρα τρεις φοραίς, και πάλι τώρα, πάλι Για να χουμήση εσήκωσε ολόρθο το κεφάλι. Είνε πασάδες τώρα δυο κι αμέτρητα τ' ασκέρια. Ο Ιμβαήμ κι ο Κιουταχής.

Πάντα με σκοπό πολεμικό, να ρίξη κάθε τι που θα μπορούσε ορθό να απομείνη για την αξία του «Κόδρου», μα και φερμένη σε τέλος με αρκετή δεξιοσύνη, οδηγημένη από κάποια μάθηση, όχι και πολύ συνειθισμένη για την εποχή, καθώς δα πάντα συμβαίνει. Έτσι το δαφνοφορεμένο αυτό ποίημα απόμεινεν ένα απλό μαθητικό γύμνασμα μ' ένα γυάλισμα μόνο αγυρτικό.

Και ως προς μεν το είδος της ψυχής, το οποίον είναι εντός ημών κυρίαρχον, πρέπει να νοώμεν τούτο, ότι δηλ. ο Θεός το έδωκεν εις έκαστον ημών ως θείον δαιμόνιον, και είναι εκείνο, το οποίον λέγομεν ότι κατοικεί εις την κορυφήν του σώματος ημών, και το οποίον από της γης μας υψώνει προς την συγγένειαν ημών εν τω ουρανώ. Διότι, και τούτο λέγομεν ορθό- τατα, είμεθα φυτόν όχι γήινον αλλά ουράνιον.

Ο λεβέντης αμαξηλάτης φάνηκε σε λίγο στην πόρτα με μια μεγάλη κούπα γεμάτη από κόκκινο Καστριώτικο κρασί. Ακούμπησε στον ορθό της πόρτας έζαψε τη μισή κούπα, έβγαλε από το στόμα του ένα ηδονικό «άαακαι μας χαιρέτησε. Ένας από μας τότε τον ρώτησε ποιοι είταν αυτοί οι ξένοι.

Το δίκιο αυτό όμως δεν το ζητιανεύουν με ψηλά το κεφάλι το ζητούν και με το χέρι ορθό το διαφεντεύουν, το αρπάζουν με βια απ όποιους το κρατούν. Την πόρτα αν δεν ανοιή τη σπουν σας είπα· τι στέκεστε, τι γέρνετε σκυφτοί; Λαέ σκλάβε, δειλέ, ανανιώσου, χτύπα και κέρδισε μονάχος το ψωμί.

Εκείνος κρατώντας ορθό το κεφάλι συλλογιέται. — Ξέρω που τ' ολόρθο κυπαρίσσι μιας αυλής της Αθήνας καίγεται από δύσεις αιώνων κι' από εσπερινούς απλών ψυχών! Ξέρω που βράχοι χρυσοί μ' ένα μαύρο κατσίκι στα ύψη κατεβαίνουν σε χαρούμενες θάλασσες. Η ψυχή μου κρατεί το αρχαίο ερείπιο συλλογισμένο μέσα στην ιερή σιωπή της νύχτας. Στην ψυχή μου λαλούν τα τζιτζίκια της Αθήνας.

Το πλοίο της Εννάτης θυμήσου όταν άραξε στο άστρο των Ιδεώντον Πλάτωνα θυμήσου, ορθό, σε λειβάδι άσπρο απ' ανθούς, καθώς κύτταζε μακρυά της Ιδέες να λούζωνται στη θάλασσα του γαλάζιου! Ευλογημένος αυτός που μας πήρε στο πλοίο των ήχων, αυτός που μας πήγε στην αιτία του κόσμουευλογημένο το θλιβερό του πνεύμα που μας ταξείδεψε. Βυθίσου για πολύν καιρό στον εαυτό σου. Σιωπήσιωπή.

Δεν γνώριζα αν στέκονταν ορθό το σπίτι μου κι' αν η.... δεν πήρε άλλον άντρα. Όσο για τους γοναίους μου, είμουν παραβέβαιος ότι είχαν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, γιατί είταν γερόντοι άνθρωποι και δε μπορούσαν να ζήσουν πλειότερο. «Γι' αυτό, ψες ήρθα νύχτα και δεν έρριξα κάνα ντουφέκι σαν ξενιτεμένος.