United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και είδεν από το παράθυρον τον δεύτερον χωρικόν, όστις διήρχετο χωνόμενος εις τα ίχνη του πρώτουευκολώτερονμε τσαρούχια χονδρά ούτος και χονδραίς μάλλιναις κάλτσαις ποιμένος, με χονδρόν εγχώριον παντελόνι ως πάνναν ελαιοτριβείου, και με μίαν βαρείαν και ογκώδη ποιμενικήν κάπαν, κουκουλωμένος την κεφαλήν με την κατσούλαν της, και φανερόνων μόνον αγκυλωτούς μύστακας μαύρους και πώγωνα τραχύν αξύριστον, εν ώ αι σκληραί της κάπας του άκραι παρέσυρον την χνοώδη της χιόνος επιφάνειαν.

Όλοι εσιώπησαν σκυφτοί-σκυφτοί, με της γούναις των και με τα πρόβεια κασκέτα των, και ηκροώντο, του ποιμένος κυρτωθέντος με την κατσούλαν του μέχρι της χιόνος. Ηκούετο ως τις στεναγμός βαθύς και ασθενής, μακρυνός-μακρυνός ήχος. — Ακούτε; ηρώτησεν ο ποιμήν. Και τότε ως εκ κοινού συνθήματος κράζουν και οι έξ άνδρες. — Μπάρμπα-Σταύρο!

Ουχ ήττον ως φιλόπονος και δεξιά γυνή όλα έφερεν εις πέρας· και εζύμωσε, και ασβέστωσεν ολίγον την εστίαν και τα κάτω μέρη των τοίχων, εξετίναξε και εκαθάρισε το πάτωμα, έστρωσε τα καλά κυλίμια και ετοποθέτησε τας πανηγυρικάς προσκεφαλάδας, τα πλούσια προικιά της, και τέλος τη βοήθεια του ποιμένος όστις το έσφαξε μαδήσασα καλά-καλά το χοιρίδιον και παραγεμίσασα αυτό απέστειλεν εις τον φούρνον λευκόν, ως να ήτο και αυτό εκ χιόνος, το παχουλόν.

Ήτον η γυνή απ' τα βουνά, σύζυγος ποιμένος, του Θοδωρή του Τσολοβίκου, από εκείνας τας αρχαϊκάςτης πρωτινές ή παλαιινές, καθώς τας έλεγαν.

Τα λόγια του ποιμένος τ' απροσδόκητα εβόμβουν, συγκεχυμένα, εις τα ώτα αυτής, ως ει προ μικρού είχε λάβει αρκετήν δόσιν κινίνης, ότε κατήρχετο και ο παπά-Μακάριος ο πνευματικός της, κατακόκκινος από την κούρασιντις οίδενόστις είχε την ευτυχίαν πρώτος να σπεύση εις την αιφνιδίαν της λυπημένης χήρας χαράν: — Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα! ήλθεν ο καπετάν-Γιαννάκης!

Όθεν όλοι κοινώς δι' εμού του ελαχίστου αυτών ποιμένος απονέμουσιν εις την ιεράν και ευεργετικήν αυτής ψυχήν τας διά λόγου οφειλομένας χάριτας, ομολογούντες απανταχού το μέγεθος των προτερημάτων της.

Αλλά τι δικαίωμα είχον να οργισθώσι πλέον κατά του ταλαιπώρου ποιμένος, όστις τόσα υπέστη αυτήν την νύκτα και την προηγουμένην ημέραν, όστις τον έσωσε σχεδόν τον Μπάρμπα-Σταύρον, διότι αυτός είχε κοπιάσει προς τούτο, και όστις τέλος πάντων ως Χριστουγεννιάτικον δώρον είχε προσφέρει το γαλακτώδες χοιρίδιον.

Ήτο δώρον του κολλήγα του ποιμένος, του Κομποδήμου, όστις το ανέθρεψεν εις το βουνόν καθαρόν και αμόλυντον με το γάλα της μητρός του, μιας ωραίας από σόι συός, τρεφομένης μόνον με ξηράν κολοκύνθην και τυρόγαλα της ποίμνης, και με τον καθαρόν του βουνού αέρα.

Διά τούτο ο Μπάρμπα-Σταύρος πληρώσας το ποτήριον του ποιμένος οίνου εκλεκτού, πληρώσας και άλλο ιδικόν του, ίνα διά του ηδέος ποτού ωθήση προς τον παμφάγον στόμαχον την εκχειλίζουσαν οργήν του, εκραύγασε μετά ψυχρότητος μεν γελών, πλην γελών όμως: — Καλή χρονιά, κολλήγα, εσύ νάσαι καλά και τα θηλιάσματα, και γουρνόπουλα όσα θέλεις έχουμε.

Εβάδιζον με την ασθενή ελπίδα ότι θα υπήρχε σιμά κάπου, αν όχι καλύβη χωρικού, τουλάχιστον μανδρίον ποιμένος, και ότι θα εύρισκον ψυχήν συμπονούσαν εις την δυστυχίαν των.