United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε και τα κατσικάκια, αισθανθέντα το θάλπος της ημέρας, ήρχισαν τα σκιρτήματά των, ευφραινόμενα εις την επαφήν του χόρτου, προσπαίζοντα περί τας μητέρας των, υποβάλλοντα το μικκύλον ρύγχος εις τον μαστόνκαι δεν ήξευρον, ότι η λεπίς του σφαγέως έστιλβε και αυτή προς τον ανατέλλοντα ήλιον.

Κατά την λογικωτέραν τότε φανείσαν εξήγησιν, αύτος ο άρχων του σκότους είχε τολμήσει να προβάλη το άσχημον ρύγχος του από καμμίαν θυρίδα του ζοφερού αγνώστου, μέσα εις το υγρόν εκείνο έρεβος, και μη δυνάμενος να κρύψη την μαύρην χαιρεκακίαν του, διότι έβλεπε τους ανθρώπους να πλέουν ως να είχον μεταμορφωθή εις το γένος των νησσών, έρρηξε την κραυγήν εκείνην του πικρού σαρκασμού προς την ταλαίπωρον ανθρωπότητα.

Ο Καλούμπας ήτον ο εξακουστός «ψαράς με το ένα χέρι» — το άλλο του το είχε φάγει η δυναμίτιςόπου ηλίευε τους περιφήμους ορφούς, από 5 έως 12 οκάδων το βάρος, τους οποίους έδενεν ως βώδια από την πρύμνην της βάρκας, και τους έσυρεν εις το κύμα ζωντανούς, με το τεράστιον άγκιστρον εις το ρύγχος, ετοίμους προς σφαγήν άμα δύο ή τρεις αγορασταί προσήρχοντο.

Το βέβαιον μόνον είνε, ότι ο γάτος μας δεν εδίωκε ποντικούς, και το βεβαιότερον ακόμη, ότι και αν ήθελε να τους κυνηγήση, δεν θα εύρισκε κανένα, διότι βραδέως μεν αλλ' ασφαλώς τους ελιμοκτόνησεν όλους, καθαρίζων εκάστοτε το μαγειρείον από παντός ψιχίου, πριν ή προβάλωσιν εκείνοι το μυστακοφόρον αυτών ρύγχος διά της οπής των φωλεών των.

Τινές εξέτεινον οκνηρώς τα υποκίτρινα μέλη των, άλλοι ήνοιγον το ρύγχος και εχασμώντο, ως να ήθελον να δείξουν τους οδόντας των, αλλ' ολίγον κατ' ολίγον η οσμή του αίματος των διαμελισμένων σωμάτων, τα οποία έκειντο εις σωρούς επί της κονίστρας, επενήργησαν επ' αυτών.

Εδώ και εκεί είς λέων, αισθανόμενος εις την πλευράν του νυγμόν βέλους, έστρεφε με απότομον κίνημα το ρύγχος το ερρυτιδωμένον από λύσσαν, διά να αρπάση και κατασυντρίψη το ξύλον. Άλλοι οίμωζον εκ του πόνου. Τα μικρά κτήνη εν φοβερώ πανικώ διέτρεχον τυφλώς την κονίστραν ή εκτύπων τας κεφαλάς των κατά των κιγκλιδωμάτων.

Ενόουν ότι ο Καίσαρ έπαυσε να αστεΐζεται και ότι η στιγμή ήτο πλήρης γεγονότων. Το πρόσωπον του Τιγγελίνου συνεσπάσθη ως το ρύγχος κυνός, ο οποίος είνε έτοιμος να δαγκάση. — Έκαυσα την Ρώμην . . . τη προσταγή σου, απήντησε. Και έμειναν προσβλέποντες αλλήλους ασκαρδαμυκτί. Ηκούετο ο βόμβος των μυιών εκ του ατρίου. — Τιγγελίνε, ηρώτησεν ο Νέρων, με αγαπάς; — Το ηξεύρεις, αυθέντα.

Δεν ήξευρα καλά αν υπήρχον πρόχειροι φιμώσεις διά τα θρέμματα, επειδή δεν είχα μάθει ακόμη να κλέπτω ζωντανά πράγματα, καθώς ο άγνωστος εχθρός, ο οποίος της είχε κλέψει τον κωδωνίσκον αλλά δεν της είχε κόψει και την γλώσσαν διά να μη βελάζη. — Με ράμνον πολύκλαδον εις το στόμα, ή με σπαρτίον περί το ρύγχος, ή όπως άλλως· αλλά και αν το ήξευρα πού να το συλλογισθώ.

Έπειτα έκοψε τη γλώσσα, το ρύγχος, τα νεφρά, την καρδιά, και τάλλα εντόσθια. Κυνηγοί και οδηγοί των λαγωνικών, σκυμμένοι γύρω του, τον κύτταζαν, γοητευμένοι. «Φίλε, είπεν ο αρχικυνηγός, αυτές η συνήθειες είναι ωραίες. Σε ποιον τόπο της έμαθες; Πέσε μας την πατρίδα σου και τόνομά σου. — Ωραίε άρχοντα, με λένε Τριστάνο κι' αυτές της συνήθειες της έμαθα στην πατρίδα μου, στο Λοοννουά.

Έτρεξα τότε παράφορος να σφίγξω το ρύγχος της με την παλάμην, να μη βελάζη . . . Την στιγμήν εκείνην ελησμόνησα την κόρην την κολυμβώσαν χάριν αυτής ταύτης της κόρης. Δεν εσκέφθην ότι ήτον φόβος να με ιδή, και ημιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ' επάτησα επί του βράχου, διά να προλάβω και φθάσω πλησίον της κατσίκας.