United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και λέγει το Τελώνιον προς τον ψαράν· ρίξε τα δίκτυά σου και πιάσε τέσσαρα ψάρια από αυτά.

Μην πάτε μακρυά· εφώναξεν αίφνης αυστηρώς από της θέσεώς της η Κυρά Ρήνη. Τα παιδία έμειναν εις την θέσιν των, όπου ευρέθησαν έκαστον, φρικιώντα από κεφαλής μέχρι ποδών Αλλά μετά μικρόν συνελθόντα εξηκολούθησαν τα παιγνίδιά των εντός του κήπου ήδη. — Δόσε μου τα χτένια μουδος μου τα μπερτσέμνια μου! εφώναζεν η Μάρω. — Έλα, πιάσε με· επανέλεγεν ο Γιάννος.

Πίσω μου, διάολε!... έλεγε ο μαυροκαπετάνιος. — Μωρέ το κεφάλι μου κόβω, πως δεν είνε πουλί αυτός ο πειρασμός· είπε μια στιγμή ο Μπαρμπατρίμης· πιάσε, λέω, την τσάγκρα με το ζερβί να μη στην πάρη... Δεν ακούς μια ώρα τόρα το σκυλί πώς γρινιάζει!

»Λαμπέτη, σφόγγισε, τρίψε με χώμα Το γιαταγάνι σου, κ' είναι θολό... Πώς κλαις;.. τι δέρνεσαι;.. Τρίψε το ακόμα, Μην τρέμεις... ζύγωσε... Δος μου να ιδώ.» »Το αίμα τάπιστο με το δικό μου Δε θέλω επάνω του νανταμωθή, Φαρμάκι αγλύκαντο μεςτο λαιμό μου Δε θέλω σύντροφο κάτουτη γη.» »Χτύπα, Λαμπέτη μου!.. Άπλωσε, πιάσε, Σφίξετα δάχτυλα τάσπρα μαλλιά... Τα χέρια εσταύρωσα... Μη με φοβάσαι.

Ένας σκαπανέας με τα μαλλιά του «σεϋμούρ» και έν' άλλο «παιδί», πολίτης, με το παλτό ριχμένο στην πλάτη και τη σταχτιά ρεμπούπλικα με τα δυο δάχτυλα -θλίψη στο κεφάλι πίσω, να παίρνη αέρα η αφέλεια, καθόντουσαν κοντά του στο μακρύ τον μπάγκο μπρος το τραπέζι, με τόνα χέρι στο ποτήρι, και λέγανε με σεκλέτι και μεράκι, κυττάζοντας ο ένας τον άλλονε στο στόμα: «. . . που είναι άσπρη και-αι παχειάαα !. . .» «Άιντε ρε και το σκότωσες!», είπε, καμμιά φορά, κόβοντας το βλαμάκη του, ο πιο τεχνίτης. . . Και μέσ' από το βόμβο που έκαναν τα τραγούδια κ’ οι κουβέντες, με τις γροθιές χτυπητές στα τραπέζια, και τα καπάκια των τεντζερέδων και τα μαχαιροπήρουνα, που τα ρίχνανε σωρό μες το θερμό, και το ψωμομάχαιρο πούκοβε τα πεντάρικα και τα δεκάρικα ψωμιά και τα μισοκάρβελα απάνω στη σανίδα, και των μουστερήδων οι παραγγελίες κ' οι φωνές των σερβιτόρων που ξεφώνιζαν απ’ την άλλη άκρη τη «μια στιφάδοκαι τη «μια πατάτες γιαχνίκαι το «ένα κουνουπίδικαι «οι μαρίδες να γίνη ζωμόνκαι «πιάσε μία κούπα αποσταμένο», καθώς τόθελαν οι παλαιοί οι μερακλήδες, και τις «μισές» και τις «οκάδες» για τους κρασοπατέρες, ξεχώριζε κάθε λίγο, σαν του κόκκορα ο ψαλμός μέσ' απ’ τη χλαλοή του κοτετσίου, το διάτορο και καμπανιστό λιανοτράγουδο του κάπελα : «Πω-πω-πω ! μωρ' τ’ είν' ετούτη ! Βάζει δόντια του φαφούτη!. . .» Τι απλή που φαινόταν η ζωή, τι ζεστή και τι γλυκειά ανάμεσα σ' αυτούς τους αφελείς ανθρώπους ! Δεν ήπιατε ποτέ σας γάλα απ’ το βυζί της αγελάδας; Δεν ήπιατε ποτέ σας νερό απ' τη δασοκρήνη που σιγοκελαϊδεί μέσα στα πολυτρίχια ; Δεν καθήσατε στο ησκιερό κατώφλι, αποσταμένοι απ’ την ανηφοριά του δρόμου ; Κάτω απ'τον πεύκο δεν εγείρατε τον αγαθό, που απλώνει τα γέρικα του κλώνια με τις τρεμοβελόνες, τις ηλιοστάλαγες κι ανεμοτραγουδίστρες να σας περισκεπάση απ' το κακό του Κόσμου; Έτσι αισθάνεται όποιος περνάει απ’της ζωής αυτής το μονοπάτι.

ΟΡΑΤΙΟΣ Να το πιστεύσω; ΑΜΛΕΤΟΣ Πιάσε την εντολήν και με την ησυχίαν ανάγνωσέ την. Πώς ενέργησα θ' ακούσης; ΟΡΑΤΙΟΣ Να μου το ειπής παρακαλώ.

Πρέπει να χαλάς τον κόσμον εδώ για να σε φοβούνται.,, Θα συνηθίσεις όμως.,, Και τώρα τι κάθεσαι; Πιάσε μια φανέλλα και άρχισε να πλαίνεις.,, Όχι έτσι κουβαριασμένη. Άπλωσέ την του μάκρους.,, Βάλε κι' άλλο σαπούνι νάναι μπόλικο. Μην το λυπάσαι το σαπούνι.

— Ε πουλί μ' τι συλλογιέσαι; ακούω δίπλα μου φωνή. Και βλέπω τη Μαριώ, πάντα όμορφη και γελαστή το λεβέντικο ανάστημά της, τα δροσερά χείλη, τους μεστωμένους κόρφους, τα μάτια της τα λαμπερά και τα κατάμαυρα μαλλιά της. Εσάστισα, λέγεις και μ' έπιανε να κάνω απιστίες. — Τίποτα, εψιθύρισα, τίποτα... Πιάσε με να σηκωθώ γιατί ζαλίστηκα.

Μον έμπα εσύ τα γόνατα και πιάσε τ' Αχιλέα, 465 και στον πατέρα ξόρκιστ' τον στη λυγερή του μάννα και στο παιδί του, και θαρρώ τα σπλάχνα θαν τ' αγγίξειςΕίπε, και στου Ελύμπου αφτός τα μακροβούνια φέβγει.

Από την άγριαν ερημιά της ξενιτιάς που μ' έχει, Και με φαρμάκι σταλαχτό τα σωθικά μου βρέχει· Οχ την πικρή μου μοναξιά το γράμμμα μου σου στέλλω· Ογλήγορα ν' αποκριθής σου πρωτοπαραγγέλλω. Διο λόγια γράψε μου γοργά, για την υγιά μου ρώτα Τι αφόντης σε χωρίστηκα δεν είμαι σαν και πρώτα. Και πάρε, Φύλλι μου, χαρτί, και πιάσε το κοντύλι, Σημάδεψέ μου τα σωστά με την καρδιά στ' αχείλι.