United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κάτω από τη χαμηλή εμπατή, το φως αστροστόλιστης νυχτιάς εχυνόταν σεντόνι ολομέταξο στις πλαγιές και τα λακκώματα. Οι κουρμάδες εκεί εψήλωναν λαμπάδες, με τα καμαρωτά κλωνιά καρποφορτωμένα στην κορφή. Εκεί τ' αμπέλια έδειχναν τα κλαδιά έτοιμα ν' ανοίξουν μάτια χλωροπράσινα στο πρώτο φύσημα της ανοίξεως.

Κι όχι πουλιά και μήτε αηδόνια τον ερχομό σου εδώ να υμνήσουν, άλλοι ήχοι θέλω να ξυπνήσουν κι άλλο ψιθύρισμα στα κλώνια. Τον κάμπο δες πως πέρα απλώνει· έτσι ήταν που άπλωνε το χιόνι, έτσι το κύμα ήταν στρωμένο, έτσι ήταν που περνούσες μόνη· ήταν το αέρι ξυπνημένο και σώπαινε βαθιά το αηδόνι, λες το τραγούδι σου και ξέρει να το λαλή μόνο το αέρι.

Κάλλιο να μπαίνης στο περιβόλι, να κοιτάζης το δέντρο, και να κόβης από τα κλωνιά του το πωρικό, παρά να τρέχης να το χαρής κομμένο στο πιάτο.

Τα δέντρα τα πυκνά του λόγκου ανάγυρα, οι λεμονιές κ' οι βυσινιές στους κήπους μέσα, κρατώντας πάνω στ' άπειρα κλωνιά τους και στα παγωμένα φύλλα τους γρούπους πυκνούς τα χιόνια τα στεγνά, εφάνταζαν πελώρια μπουκέτα με ονειρεμένους, σαν τα κρίνα κάτασπρους ανθούς, που χέρι θεϊκό αόρατο τα σκόρπισε κάτω στη γη· για να στολίση τους αμαρτωλούς τους κόρφους της, και να δεχτή την άγια και λεφκότερη από τα χιονάτα κρίνα αλήθεια του Θεού, που σε τέτοια βραδιά μέσα μαγικήν κι ονειροφάνταστη γενήθηκε στον κόσμον κάτω.

Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον.

Κοντοστέκεται ο Αγάς, και τον καλοβλέπει στα μάτια. — Και ποιος θα σου πάρη τη ζωή α δεν αλλαξοπιστήσης; — Η αγάπη. Έμπαινα χτες στου πύργου σου την αυλή. Στο γωνιακό του παράθυρο είταν έν' άσπρο γατάκι κ' έπαιζε με του γιασουμιού τα κλωνιά. Γλυστράει έξαφνα το γατάκι και πέφτει μες στην αυλή. Προβάλλει αμέσως ένα πρόσωπο, σκύβει, σέρνει μια φωνή, και χάνεται πάλι μέσα στον πύργο.

Εμπερδεύθηκ' η κλωνιά μου μέσ' 'ς τα πέντε δάκτυλά μου.

Εκείνη, έπνιξε τους λυγμούς της ανάμεσα εις τας δύο παλάμας των χειρών της και εις τας δύο πλεξίδας της, και με τα δύο κλωνιά του λευκού τλουπανίου εσπόγγισε τα ίχνη των δακρύων της. Ο νέος, ως γείτων, είχε πληροφορηθή τα συμβαίνοντα, και την ηγάπησε κρυφά. Η χάρις του λιγυρού αναστήματός της δεν εξηλείφετο από την άνευ μέσης περιβολήν την οποίαν εφόρει.

Εκεί παίρνεις το σκαλιστήρι, σκαλίζεις, και βρίσκεις τι λογής χώμα είναι αυτό που θρέφει το έθνος. Εδώ είναι άλλη η δουλειά μας. Εδώ να δούμε σαν τι καρπό μας βγάζει αυτό το δέντρο. Πόση θροφή έχει μέσα του, και πόση σαπίλλα. Ως την ώρα θαρρώ δεν την αξιωθήκαμε τη θροφή. Ο Θεός να μας φέρη και στα κλωνιά που καρποφορούν, και να μας γλυτώση από την πείνα.

Μα ετούτο τα ραβδί που πια ποτές κλωνιά και φύλλα δε βγάζει μιας και κόπηκε απ' τον κορμό στο λόγγο, 235 μήτ' άθια, γιατί τούφαγε τη φλούδα και τα φύλλα τριγύρω ο κοφτερός χαλκός, και τώρα το κρατάνε στα χέρια οι δημογέροντες και στ' όνομα του Δία δικάζουν το λαό, κι' αφτόν βαρύ τον έχουν όρκο, ναι θάρθει μέρα οι Δαναοί ν' αποθυμήσουν όλοι 240 τον Αχιλέα· τότε εσύ και μ' όλο σου τον πόνο δε θα μπορείς, σ' το λέω, καμμιά βοήθια ναν τους δώκεις, σαν πέφτουνε απ' του Έχτορα το χέρι σκωτομένοι, και μες στα στήθια σου η καρδιά θα λαχταράει, θα λιώνει που ντρόπιασες το πιο γερό των Αχαιών κοντάρι