United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και συ πώς είσαι, Μήτρε, αχνός;...Από την τραχηλιά σου Ρένε τα αίματα στη γη... Πού σ' έχουνε βαρέση; — Μάγλειψε, Διάκε, ξώδερμα το βόλι ένα παγίδι Κι' ο δρόμος τη λαβωματιά μου ξάναψε λιγάκι... Θανάση, μας εχάλασαν...

Η δυο ψυχαίς πάντα, πετούν... Πετούν ολίγο ακόμα Και φτάνουνένα ψήλωμα... — Θανάση, στάσου τώρα Κι' ολόγυρά σου κύτταξε. — Δεσπότη!... Ποια είν' εκείνη Η χώρα που μαυρολογά, χτισμένηεφτά ράχαις;.. Μου φαίνεται άγρια θάλασσα, και το ροχχάλιασμά της Τακούω που φτάνει ως εδώ;... — Ελεημοσύνη... Ένα σπαθί... Πριν φέξη τήνε πέρνω. — Διάκε, δεν ήρθ' η ώρα μας.

Δε μούπες πως τους έκοψαν!... Νάχωμε την ευχή τους... Κύτταξε, Μήτρε, το σκυλί, για να μας φοβερίση, Τώρα τα πέταξετη γη και τα ποδοκυλάει... Τα πήρε παραμάσχαλα... Επρόβαλ' ένας άλλος... Αναίβηκετο ψήλωμα.... Διαλαλητής... Τί θέλει;... — Θανάση Διάκε;... Εισ' αυτού;... — Εδώμαι.... Ποιος με κράζει; — Ο αφέντης ο Ομέρπασας... — Στη γη δεν έχω αφέντη.

Θανάση μου, ενικήσαμε!... το ψυχομάχημά του Μεταλαβή κι' αντίδωρο... — Πατέρα, δε θα νάρθη Για μας, που προοιμίζομε, Δευτέρα Παρουσίααυτήν την ακροπελαγιά;... Αυτό το έρμο χώμα Δε θα το ιδούν ελεύθερο μια μέρα οι πεθαμμένοι; — Πίστευε, Διάκε, 'ς του θεού την παντοδυναμία. — Θα σούναι πάντατο πλευρό μ' εμέ κι' ο Πατριάρχης. Απλόνουν πάλαι τα φτερά.

Αντίθετον του άπλερος είναι το μεστός, σταλωμένος. Άπλερα λέγονται επίσης και ζώα ή πτηνά γεννώμενα προ καιρού και τότε είναι συνώνυμον του Απασπάλωτα τουτέστι έχοντα σώμα άμορφον. — Διάκε, χαρά ’ς τον ύπνο σου! — Καλώς το Δυοβουνιώτη, Καλή σου μέρα, Πανουριά.. Μη με προπήρ' η ώρα; Εξέχασα, εγελάστηκα, γλυκά κρυφομιλώντας Αδέρφια, με τη μάνα μου πούρθε να μ' εύρη απόψε.

Το μυστικό που σούπα Μας δένει τώρ' από καιρό... Σπαθί, φωτιά, τουφέκι, 'Σ τους ξένους οπού επάτησαν τα χώματά μας, Διάκε. Εμέ με φτάνει η Αρβανιτιά, και τάλλα, απ' άκρηάκρη Να τα κρατήσετε όλα σεις, χώμα, κλαρί και πέτρα. — Κι' αφού σ' εκάμανε πασά, με μιας τα ονείρατά σου, Βριόνη, τα λησμόνησες και δούλος του Μεχμέτη Σκοτώνεις τους συντρόφους σου...

Τούχα γνωρίση 'ς τ' 'Αγραφα... Πούσαι καϋμένε, Δίπλα, Να ιδής που δεν εβράχνιασεν ο λάρυγγάς του ακόμα!.. Έψησ', εμαύρισε καρδιαίς... Θα εδάγκασε κουφάρι.. Το βόλι δεν εδιάβηκε ... Γονάτισ' ένας ... πέφτει... Καλή αρχή... ματώθηκαν... ανάφτει το γεφύρι... Πώς πολεμούνε τα σκυλιά!... Διάκε; ...καπνός... δε βλέπω. — Καλήτερα για σένανε.

Η φλούδα μοναχή της Χωρίζει, ξεδιπλόνεται, και τότε με το χέρι, Το σιωπηλό το φάντασμα που στέκει επάνωθέ του, Τη σήκωσε, την έρριξετην πλάτη του σα ράσο, Κ' έμειν' εμπρός του ακίνητο... Τριγύρωτο λαιμό του Χαράκι κόκκινο βαθύ, σαν νάθελε περάση Εκείθε η κόψη του σπαθιού... — Χριστός ανέστη, Διάκε!... Έλα μαζύ μου γρήγορα μη μας προλάβ' η μέρα.

Μου φαίνεσαι μεγάλος, Ψηλός ωσάν τον Όλυμπο και στέκω και προσμένω Εμπρός σου ακίνητος, βουβός, Διάκε, να ιδώ τον ήλιο, Πώραν την ώρα θα προβή απ' τ' αντικέφαλό σου. — Τί λόγος, γέρο Πανουριά, τι φοβερή βλαστήμια Ξαγλίστρησ' απ' τα χείλη σου! Αυτό το φως που βλέπεις Ας μη το σκοτειδιάσωμε... Εσύ στη Χαλκομμάτα Σύρε να ρίξης θέμελο.

Διάκε, νερό κι αλάτι... Εσ' είσαι ακόμα ζωντανός, και τον Κιοσέ Βεζήρη Τον έχομετα νύχια μας, μ' ένα σου λόγο, σβυέται... Δεν ξέρω παρακάλεσαις, δε διακονεύω σχώρια... Στοχάσου... η ώραις φεύγουνε... και πες μου, ναι ή όχι; — Εψές τα παλληκάρια σου, Ομέρπασα Βριόνη, Το δαχτυλίδι μάρπαξαν και το φορείςτο χέρι.. Πριν απαντήσω... το φιλείς; — Και τι σημάδια φέρνει;