United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του μύρισ' ο Καλύβαςτης Αλαμάνας τα νερά. Του Βακογιάννη ο ίσκιος Είναι βαρύς, θανατερός κι' όποιος περάση εκείθε Σκοτάδι κι' αποκάρωμα. θα τώμαθε και μένει Ναρθή με τον Ομέρπασα.

Πριν σ' εύρωτη Δαμάστα, Σ' απάντησατα Γιάννινα. 'Σ τον ίσκιο του Βηζύρη Δεν ελημέριασες και συ; — Ομέρπασα Βριόνη, Πνίγει το δέντρο κι' ο κισσός με ταγκαλιάσματά του. — Κι' όταν το δέντρο ξεραθή και γύρη ταντιστύλι Θανάση Διάκε, κι' ο κισσός, το ξέρεις, γονατίζει. — Όχι, μα την ανάσταση του γένους μου, δεν πέφτει.

Ο ύπνος, πούναι της ψυχής κρυφό περιβολάκι Με χίλια μύρια βότανα για να γιατρεύη πόνους, Είχε γλυκάνη την καρδιά του Ομέρπασα Βριόνη Και τούχε σβύση τη χολή, την άγρια την αψάδα 'Σ τ' ανδρειωμένα σωθικά.

Ψυχομαχάει κι' ακόμα Κρατεί τ' αυτιά του τεντωτά... Ομέρπασα Βριόνη Σου στέλνει χαιρετίσματα του Διάκου το μιλλιόνι. — Μήτρε, τα μετωρίσματα, παλληκαριά δεν είναι, Όπου είν' ο χάρος Βασιλειάς... Διαμάντη!...Τον δερβίση. — Θανάση, ως τώρα τρεις φοραίς τον έβαλατο μάτι Και δε μου δείχνει μέτωπο. Θα να τον τρώγη το αίμα. — Νάτος... Εξεσκεπάστηκε... Φωτιά... Διαμάντη... ρίξε...

Εκφέρεται δε και πληθυντικώς άλογα , αλλά τότε προστίθεται το πολλά, ολίγα , ή προσδιορίζεται ο αριθμός, εν ω διά του πρώτου χαρακτηρίζεται το είδος των μαχητών. » Να πηλαλάη τάλογο του Ομέρπασα Βριόνη » σ. 55. Πηλαλάει . Όταν ο ίππος οιστρηλατήται χρεμετίζων και ορθούμενος. »Έδωκες μιαν αχτίδα σου αθέρα στο σπαθί μου » σ. 57.

Σπρώχνε, βορειά, το κύμα Να φάη την πέτρα του γιαλού. Θα ξαφνιστής μια μέρα Να ιδής τη νεκροθάλασσα το βράχο ν' αγαπήση. Θαγκαλιαστούν τα δυο θεριά και τότε αδερφωμένα Θα χλημητίσουν φοβερά, κι' ο άνεμος θα πέση. Σαλάγα τους Ομέρπασα! Μάτονε τη βουκέντρα Να τρέχουν τα καματερά. Θα νάρθη εκείν' η ώρα Που αγριεμένα θα τα ιδής.

Κανένας, μη θυμόνης... Είδα κ' εγώ τη μάνα σου απόψε ’ς τώνειρό μου Και μούπε νάρθω να σ' ευρώ και να σού 'πώ, Θανάση, Που αν χαλαστούμε σήμερα, θα να δειλιάση ο κόσμος Και θα χουμήση η Αρβανιτιά πυκνή σαν την ακρίδα, Και τάλογο του Ομέρπασα ποιος θα τ' αποστομώση; — Ο γυιός του Ανδρούτζουτη Γραβιά!!...

Ένας μωρίζει τη ζωή, ό,τ' είπε θα να γένη. Πώς με ρωτάς, Ομέρπασα;... Το χέρι το δεξί μου Τώχασα χτες μεςτη φωτιά. Με τάλλο ωρφανεμένο Δε θα χορταίνω σκοτωμό. Με φτάνει το ζερβί σου.

Κι' αν 'δής μες το φυσσάτο Να πηλαλάη τάλογο του Ομέρπασα Βριόνη, Πέτα, ροβόλα, κράξε με... Σύρε με την ευχή μουΆστραψε απ' άγρια χαρά το μέτωπο του κλέφτη, Εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη, Έλαμψε ο Μήτρος μια στιγμή κ' εσβύστηκε σαν άστρο. Ο Διάκος τον συντρόφεψε για λίγο με το μάτι Κ' ύστερα πέφτει καταγής γονατιστός στην πέτρα. »Αδέρφια παλληκάρια μου!

Τα χείλη του Ησαΐα Αραχνιασμένα και βουβάτον ύπνο τους σπαράζουν Και μουρμουρίζουνε βραχνά: — » Αφωρεσμένος νάναι» ... Έφτυσεν αίμα καταγής του Παπαγιάννη η γλώσσα Κι' ανταποκρίθηκε κι' αυτή: — » Αμήν... αφωρεσμένος.» — Εχάθηκ' ο διαλαλητής... ανατριχύλα... τρόμος. Μηρμύγκιαζε η Αρβανιτιά. Τάλογο του Βριόνη Τους διαχωρίζει εδώ κ' εκεί και τους δαγκάει την πλάτη. Σαλάγα τους Ομέρπασα!