United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήταν παραμονή μεγάλη, και την άλλη μέρα θα ξημέρωναν Χριστούγενα, — βοήθεια μας! Από την πρώτη μέρα της βδομάδας βροχές ασταλαμάτιγες, νεροποντές ακράτητες και βαρυχειμωνιές επάτησαν τον τόπον όλον. Τόρα εξέσπαε από χτεβράδυ στη χιονούρα.

Οι άνθρωποι, προβαίνοντες επί τα πρόσω, κρατούν δύο σκαπάνας· με την μίαν ανοίγουν τον δρόμον, όπου θα πατήσουν, με την άλλην μεταβάλλουν εις χάος τον δρόμον, όπου επάτησαν. Ιδού διατί πάσα οπισθοδρόμησις αποτελεί κατακρημνισμόν. Η ευτυχία και η δυστυχία είνε τόσον ακατανόητοι, ώστε συνήθως επιβάλλονται και κυριεύουσι της ψυχής διά του μυστηρίου των μάλλον, παρά διά της ουσίας των.

Το μυστικό που σούπα Μας δένει τώρ' από καιρό... Σπαθί, φωτιά, τουφέκι, 'Σ τους ξένους οπού επάτησαν τα χώματά μας, Διάκε. Εμέ με φτάνει η Αρβανιτιά, και τάλλα, απ' άκρηάκρη Να τα κρατήσετε όλα σεις, χώμα, κλαρί και πέτρα. — Κι' αφού σ' εκάμανε πασά, με μιας τα ονείρατά σου, Βριόνη, τα λησμόνησες και δούλος του Μεχμέτη Σκοτώνεις τους συντρόφους σου...

Έτος σχεδόν είχε παρέλθει αφ' ότου επάτησαν το θολόν Ποτάμι οι Τούρκοι, αλλ' εφαίνετο νωπός έτι ο όλεθρος. Από τας θύρας και τα παράθυρα των πλείστων οικιών έλειπον ή εκρέμαντο ημίθραυστα τα φύλλα, πολλαχού δε εις τους τοίχους έμενε των σφαιρών η σφραγίς ή της πυρκαϊάς το απαίσιον μελάνωμα. Υπό ένα κατεστραμμένον εξώστην έβαφε τον λευκόν εισέτι τοίχον η ροή χυθέντων αιμάτων.

Όταν συνήλθαν λιγάκι βάδισαν προς τη Λισσαβώνα· τους έμειναν ολίγα χρήματα, με τα οποία έλπιζαν να γλυτώσουν από την πείνα, αφού γλύτωσαν από την τρικυμία. Μόλις επάτησαν το πόδι τους στην πόλη, κλαίοντας το θάνατο του ευεργέτη τους, και νοιώθουν να τρέμει η γης κάτου από τα πόδια τους. Η θάλασσα υψώνεται βράζοντας μέσα στο λιμάνι και σπάζει τα αγκυροβολημένα καΐκια.

Και εκεί που εκαρτερούσα την απόκρισιν με το μετζίλι, αλλοί εις εμένα, μου έφερε μαντάτα πολλά θλιβερά, ότι ο βασιλεύς πατέρας μου μανθάνοντας ότι οι Άραβες κλέφτες, που μας επάτησαν, εσκότωσαν όσους και αν είχα κοντά μου, και λογιάζοντας ότι και εγώ έμεινα σκοτωμένος, από την λύπην του απέθανε, και ότι ανέβη εις τον θρόνον του ένας εξάδελφός μου, ονόματι Αμαδεδίν, ο οποίος με μίαν γραφήν που έγραψε με το ίδιον μετζίλι μου εσημείωνε την χαράν που ο λαός έλαβεν, ακούοντας πως ευρισκόμουν ζωντανός· και ότι με εκαρτερούσε μετά πάσης χαράς διά να πηγαίνω το συντομώτερον, και ήτον έτοιμος διά να μου απαρατήση θεληματικώς τον θρόνον που εις εμέ απαρθένευεν.

ΡΩΣ Και ποια καρδιά τόσον καϋμόν να μη τον συμπονέση; Αλλά ο μεγαλείτερος ο πόνος ιδικός σου! ΜΑΚΔΩΦ Αν ιδικός μου, δος μου τον μη μου τον κρύπτης· λέγε! ΡΩΣ Μη σιχαθούν διά παντός τ' αυτιά σου την φωνήν μου, αν έχη τον σκληρότερον τον ήχον να τα δώση οπού ποτέ των άκουσαν ως τώρα! ΜΑΚΔΩΦ Ω! Μαντεύω. ΡΩΣ Επάτησαν το κάστρον σου! Γυναίκα σου, παιδιά σου τα έσφαξαν αλύπητα!

Ο πατέρας δεν 'ξέρει ακόμη τίποτα· ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα όλο το βράδυ από κάτω από το τραπέζι επατούσαν τα πόδια των· με επάτησαν δυο φορές, αλλά δεν ενιαούριζα, γιατί αυτό θα έδινε υπονοίας». — Εγώ θα ενιαούριζα! είπε η γάτα της κουζίνας. — Ό,τι αρμόζει εις την κουζίναν, δεν αρμόζει εις το δωμάτιον, είπεν η γάτα του δωματίου.

Αρί-σείς, κορίτσια, επανέλαβεν η γειτόνισσα, είνε αλήθεια πως ταύρατε τα χρήματα; Μετά την τελευταίαν συνάντησίν των, ότε πρώτη η γειτόνισσα ανήγγειλεν εις την Γερακούλαν και τας θυγατέρας της ότι επάτησαν το Μοναστήρι, ησθένησεν αύτη, καταληφθείσα υπό τινος δεινού των νεφρών πόνουσύνηθες αυτήκαι είχεν ημέρας να έλθη εις την οικίαν του καπετάν-Θοδωρή.

Την αυγήν εξύπνησεν όλη η οικογένεια, και το παιδάκι, έβαλε τον χωλόν στρατιώτην εις το παράθυρον. Τρομερόν πέσιμον! Η περικεφαλαία και το όπλον του εχώθησαν μεταξύ των πετρών του δρόμου, το δε ποδάρι του μόλις εφαίνετο. Το παιδάκι κατέβη με την υπηρέτριαν διά να τον εύρουν, αλλά δεν ημπόρεσαν να τον ανακαλύψουν, μολονότι τον επάτησαν σχεδόν. Αν εφώναζεν ο ανόητος: «Εδώ είμαιθα τον εύρισκαν.