United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στέκεται ορθός· διο, τρεις φοραίς, τα μάτια του σφουγγίζει· 235 Και όσο ημπορεί αδάκρυτα σ' αυτούς να λέη πασκίζει. » Αλήθια, φίλοι, μον εμέ προσωπικά αδικάει » Η ανομιά των Μπακακιών, κακά μου προξενάει· » Αλήθια εγώ είμαι ο δυστυχής, που τρεις αγαπημένους » Υγιούς μου στα γεράματα τους κλαίω θανατομένους. 240 » Τον πρώτο σκίζει ανήμερα η Γάτα η οργισμένη » Εκεί που, σαν ανήξερος, στην τρύπα μπαινοβγαίνει. » Το δεύτερο τον σκότοσε η ασπλαχνιά τ' αθρώπου » Με το καινούριο εφεύρεμα του πονηρού του τρόπου. » Με την ξυλένια μηχανή με δόλο αρματομένη, 245 » Των Ποντικών ξολοθρεμός! που άκοπα μας σταίνει. » Τον τρίτο το μονάκριβο, του έθνου το καμάρι, » Των γηρατιών μου παντοχή και της αυλής η χάρι· » Με πλάνη ο Φουσκομάγουλος μες τα νερά τον πνίγει, » Και στην καρδιάν αγιάτρευτη, πικρή πληγή μ' ανοίγει. 250 » Μον το κακό που μώκαμαν, και εσάς βαριά πειράζει, » Γιατί από διάδοχο έρημον το θρόνον απαριάζει. » Των Μπακακιών η απιστιά και αυθάδια τους η τόση, » Και σ' άλλα μύρια βάσανα μπορεί να μας προδόση. » Ω αντριομένοι Ποντικοί, τα άρματ' ας ντυθούμε. 255 » Να πάρωμε το δίκιο μας, μη καταφρονεθούμε. » Ας πλύνομε το αίμα τους τέτια αδικιά μεγάλη, » Και είμαι βέβιος στους θεούς, να βγούμε σε κεφάλι.

Με τα τραγούδια τα πολλά, με τα βαρειά τουφέκια. Σαν να εσηκώθη ο βασιληάς κ' εσύναξε τ' ασκέρια Κι' όλον τον κόσμο εκάλεσε να πάη να πολεμήση; — Ο Φλώρος κάνει τη χαρά, παντρεύει τον υγιό του, Τον γυιό του τον μονάκριβο, τον μοσκαναθρεμμένο, Κι' όλον τον κόσμο εκάλεσε κι' όλο τ' αρχοντολόγι.

Παιδί μου το βασιλόπουλο· παιδί μου και ο νόμος. Το βασιλόπουλο αδίκησε το νόμο· εκείνος θα χάση το βασιλόπουλο. Επήραν τον μονάκριβο βλαστό, στ’ άνθη τον έντυσαν και το άσπλαχνο λεπίδι του λαού έκοψε το βασιλικό δεντρί από τη ρίζα του. Τόρα καταμεσίς του Λιβόρνου οι αράπηδες στέκουν μαρμαρωμένοι, με τις αλυσίδες στο λαιμό βαριές, αιώνιο βάσανο της μαύρης ψυχής τους.

Απίθωσε τον μοναχογυιό της κάτω απ' την εικόνα, άναψε ένα κερί ίσα με το μπόι του στον άγιο και παρακάλεσε γονατιστή: «ΆηΣτυλιανέ μου, σωτήρα των παιδιών του κόσμου, λυπήσου με κ' ελέησέ με. Σου παραδίνω το μονάκριβό μου. Βάλε το χεράκι σου απάνω του, να ζήση και να μεγαλώση, να μοιάση του πατέρα του». Αυτά είπε η φτωχή η Δροσούλα, ποτίζοντας με δάκρυα τις πλάκες της εκκλησιάς.