Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Σωπαίνεις; Μα γιατί στη γη τα μάτια χαμηλώνεις και μπαίνεις σε συλλογισμούς, και τη χαρά, που πήρεν ως τώρα ο πατέρας σου, σε λύπη τη γυρίζεις; ΙΩΝ Τα πράματα δεν έχουνε ποτέ την ίδιαν όψι, όταν τα βλέπης μακρυά, κι' όταν κοντοζυγώνουν. Κι' όσο για τη συνάντησι, πολλή χαρά μου φέρνει, που βρήκα σε, πατέρα μου.

'Σάν σας θυμούμαι, Γιάννινα, αχ πώς, πώς να μη κλάψω; Ακόμα ο Γραμματικός κάθεται ξαπλωμένος· Ακόμα δείχν' η όψι του πούνε συλλογισμένος. Αχ! νάξερα τον πόνο σου, Θανάση μου, τον τόσο, Και να μπορούσα ο δύστυχος να σου τον βαλσαμώσω!

Το γυιό σου συ δεν έσωσες που 'πρεπε να τον σώσης, ούτε στη μάννα που μιλεί• μόλο που μάντις είσαι, τίποτε δεν μαντεύεις συ• τάφο να του σηκώση, Αν ίσως και της πέθανε, αν ίσως ζη ακόμη ας βγη και πάλι μια φορά στης μάννας του την όψι.

Δεν είχε ο λόγος τελειωθή, και ως έστρεψε την όψι το πλοίον είδ' ο Αμφίνομος μες τον βαθύ λιμένα, και οπού μαζόναν τα πανιά, κ' έπιαναν τα κουπία. από καρδιάς εγέλασε, και των συντρόφων είπε• «Το μήνυμα τι θέλουμεν; ιδέ τους οπ' εμπήκαν• 355 ή κάποιος από τους θεούς τους το 'πε, ή το καράβι 'που προσπερνούσ' είδαν αυτοί και δεν το καταφθάσαν».

Ήλθε αυτού πάγκοινος πτωχός, 'που ζήτευετην πόλιν Ιθάκη, για την λυσσερή κοιλιά του ξακουμένος, να πιή, να φάγη, αχόρταστος• και δύναμι δεν είχε ανδρείαν ούτε, αν και τρανός εφάνταζετην όψι.

Μου τα πήρε και τα ένδεκα. Ο ανδράδελφός μου γύρισε και του είπε·Τώρα δεν έλεγες πως θα πέσουμε πολλοί; — Μα αφού μας παίρν' η βάρκα! απελογήθη ο αμαξάς· η βάρκα χωρεί, εσάς τι σας μέλει; Είχαν ιδεί πως δεν είχα πλέον άσχημα συμπτώματα, η όψι μου φαίνεται να είχε σιάξει και δεν έδειχναν μεγάλο φόβο. Η ανδραδέλφη μου μού έρριξε μια ματιά, σαν να μ' ελυπήθη.

Να το ιδή κι' αλλού τριτόνει, Παρευτύς σ' αυτό ζυγόνει, 1060 Και με όψι θαρρευτή Το θηρίο ακλουθόντας, Και μ' αυτό συνομιλόντας, Συνοδιά του περπατεί. Όσο κι' αν είναι φοβερό 1065 Το καθετί, με τον καιρό Πασάνας συνηθάει Να το καταφρονάη. Κι' αντίς την πρώτη ταραχή Οπού μας φέρει στην αρχή, 1070 Τελιόνει κάθε θιάμα, Συνηθισμένο πράμμα. Μ Υ θ Ο Σ Ις.

ΚΛΕΑΝΘΗΣ Θεοί και βασιλείς εσείς, που όλοι μπροστά μου πέφτουν μπροστά στην ευτυχία μου τι είν' η δική σας τάχα; όμως, Φιλίς μου, μια σκληρή σκέψι με βασανίζει: άλλος σε θέλει, σε ζητεί και σ' άλλον θα σε δώσουν. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αυτόν τον άλλο τον μισώ καθώς μισώ το Χάρο κι' όπως για σένα η όψι του φριχτή είναι και για μένα ΚΛΕΑΝΘΗΣ Μα η γνώμη του πατέρα σου εκείνον θέλει τώρα.

ΧΟΡΟΣ Μ' εστείλανε ταφεντικά του Φοίβου το ναό να ιδώ. ΙΩΝ Και τάχα σε ποιο ένδοξο υπηρετείτε σπίτι; ΧΟΡΟΣ Ταφεντικά μου κατοικούν στην πόλι της Παλλάδος κ' έχουν εκεί παλάτια. Κι' από την όψι μοναχά μπορεί κανείς να νοιώση κατά πολλά τον άνθρωπο που ευγενικός γεννήθη.

Ποίος είναι πιο φιλόξενος στων Θεσσαλών τη χώρα κι' απ' όλους όσοι κατοικούν εις την Ελλάδα; Όμως τόσω γενναίος αν φάνηκε, αχάριστον δεν βρήκε. Αλλοίμονο! Αλλοίμονο! Τι μαύρη η επιστροφή μου και μαύρη του ανακτόρου μου η όψι! Αλλοίμονο μου! Αλλοίμονο, που να σταθώ και που να πάω τώρα, και τι να πω; Καλλίτερα να είχα κ' εγώ πεθάνει! Τι άτυχον μ' εγέννησεν η μάννα μου!

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν