United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας πούμε πως είναι και τα δυο, επειδή για να κάμουμε χωριό, και τα δυο μας χρειάζουνται. Ο Κύριος από δω είναι φίλος μου, και τον έφερα μαζί μου να δη την Πόλη. Δεν το ξέρω τόνομά του, μα είναι δικός μας, και μη φοβάσαι. Έχω να πω της Αγιωσύνης Σου μερικά, και καλλίτερη ώρα δεν μπορούσαμε να διαλέξουμε. Οι άγιοι Συνοδικοί Σου ψάλλουνε Σπερινό.

Τα ψηλά δένδρα, ανάρηαανάρηα, έστεκαν ασάλευτα μέσα στον άτρεμον αέρα. Περπατούσαμε και δεν ξέραμε πού πάμε. — Πού πάμε; ρώτησα με πνιγμένη φωνή. Δεν ξέρω πού πάμε, μου είπ' ο Άλλος. Η καρδιά μου κτυπάει δυνατά.... Ύστερα σταματήσαμε. Δεν μπορούσαμε να πάμε μπροστά. Τα πόδια μας καρφώθηκαν στο χώμα. Με τα βαρειά βουνά, με τα μεγάλα δένδρα, με τα μαύρα σύννεφα, μείναμε ακίνητοι.

Ήταν αναπόφευγο λοιπόν, υποθέτω, εμείςαφού δεν είχαμε ορίσει από πριν τα πράματα με τους καλούς μας συμμάχουςνα κοιτάξουμε να πάρουμε πρωτήτερα όσα μπορούσαμε περισσότερα από τα μέρη που ήταν βέβαιο πως θα βιάζουνταν να τα καταχτήσουν οι Βούλγαροι.

Θα μπορούσαμε να τον υποδεχτούμε σαν να ήταν ξένος. Καλώς τον τον ξένο!», είπε σαν να χαιρετούσε κάποιον που έμπαινε εκείνη τη στιγμή από την πόρτα. «Εντάξει. Και εάν συμπεριφερθεί άσχημα, θα τα μαζέψει και θα φύγει όσο είναι καιρός

Ο δαίμονας της εργασίας με κυρίεψε με τόση δύναμη, όπως ποτέ άλλη φορά, και δε μ' ενοχλούσε άλλο τίποτε κι άλλος κανείς από το Σβεν. Γιατί είταν ο μόνος, που δεν μπορούσαμε να τονέ συνηθίσουμε πως ο μπαμπάς πρέπει να έχη την ησυχία του, όταν εργάζεται. Άνοιγε την πόρτα σα να ήθελε να δείξη πως εννοούσε πως έπρεπε να βασιλεύη ησυχία.

Ο γέρων έτριψε το μέτωπον, την κεφαλήν, και τους κροτάφους του, και είπε: — Τότε, σιωπή. Μη μας ακούσουν... Τσιμουδιά μη βγάλης.. για να νομίζουν πως δεν είν' εδώ κανείς. — Α! όσο γι' αυτό, είπεν η Σοφία, θα μπορούσαμε να κάμωμε τον ψόφιο, μπάρμπα-Σταμάτη. Τι σε θέλαμε σένα;.. Μπάρμπα, να φύγης. Να φερθούμε...

Αλλοιώτικη μη θαρρής πως θα τηνε βρούμε στις μεγάλες τις χώρες. Το χωριό, φίλε μου, είναι η μάννα της χώρας. Το νερό από δω αναβρύζει. Γίνεται ρεματάκι, βρίσκει κι άλλα ρεματάκια στο δρόμο, φουσκώνει, μεγαλώνει, γίνεται ποταμός. Ως τόσο, αν και την είδαμε τη μάννα του ρωμαίικου νερού, της μάννας όμως τη μάννα δεν την είδαμ' ακόμα. Και σε καλλίτερη ώρα να τηνε δούμε δε θα μπορούσαμε.

Μπορούσαμε να μαζέψουμε κι άλλα φυλαχτήρια για τους όσους αγαπούνε να μαθαίνουνε όλα τα καθέκαστα ενός μεγάλου ανθρώπου.

Μπορούσαμε και στην προσευχή τους να πάμε, να δούμε τι λογής Θεός είναι που τους ακούει και δεν τους πλακώνει με μύριους σεισμούς. Μα φίλε μου, δεν είναι αυτή η δουλειά μας. Με την άδειά σου λοιπόν, την αφίνουμε την Καταμεσινή την Ασία και περνούμε κατά τα δικά μας τα κατατόπια. Καλή η διασκέδαση απάνω εδώ, μα κι ο καθάριος αέρας καλλίτερος. Πάγω να σκάσω. Η βώχα με τάραξε.

Είτανε πρωτομαγιά και μιλήσαμε πως μπορούσαμε να την κάμουμε να περάση ευχάριστα για τα παιδιά, όπως το συνηθίζαμε προτήτερα. Στην αρχή μου είταν αδύνατο να φανταστώ πως είταν αληθινό ό,τι έμαθα. Όσο να έρθη η ώρα, που θάφευγε το τραίνο, πήγα κι αγόρασα λίγα φρούτα κι άλλα πράματα, που χρειαζόντανε για τη χαρούμενη μέρα.