United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατ' ευτυχίαν το δωμάτιον είχεν έν μικρόν υπόγειον, πολύ ρηχόν, μισό μπόι το βάθος, με μίαν κλαβανήν. Εκεί κάτω έβαλεν η ξένη της κόττες της, να κατιάσουν. Είπεν ότι ονομάζεται κυρά Σταυρούλα. Εκείθεν κάθε βράδυ, κάθε μεσάνυκτα και κάθε πρωί, σχεδόν πάσαν ώραν της νυκτός και της ημέρας, ελαλούσαν βραχνοί και μεγαλόστομοι οι δύο πετεινοί.

Ετούτη η βασίλισσα εκάθονταν επάνω εις μίαν μαξιλάραν χρυσήν, περικυκλωμένη από τες σκλάβες της, που εστέκονταν ορθές διηρημένες εις δύο μέρη· άλλες μεν ελαλούσαν διάφορα μουσικά όργανα, και άλλες ετραγωδούσαν και έκαναν μίαν αρμονίαν θαυμασίαν. Ευθύς που η Ζωμπαΐδα είδε τον βασιλέα και τον Αμπτούλ, εσηκώθη εις συναπάντησίν των.

Σχεδόν δεν άφιναν κανέναν νοικάρην να χορτάση τον ύπνον, τόσον δυνατά και τόσον συχνά ελαλούσαν. Κ' η κόττες ανάμεσα εκακάριζαν. Κ' οι δύο πετεινοί με της τρεις κόττες ετρέφοντο κ' επάχυναν καλά εκεί μέσα. Η κυρά Σταυρούλα δεν τας άφινε ποτέ να εξέρχωνται εις την αυλήν.

Έπειτα από εκεί ο οδηγός μου με έφερεν εις ένα κάμπον πολλά χαρμόσυνον ο οποίος ήτο γεμάτος από ωραιότατα κορίτσια, που εσύγχισαν τον νουν μου τα κάλλη τους· μερικά από ταύτα ετραγωδούσαν· άλλα ελαλούσαν διάφορα όργανα και άλλα εχόρευαν κάθε λογής χορούς· και τόσον ευφράνθη η καρδία μου να τα βλέπω και να ακούω, που τέλος πάντων ολίγον έλειψε να τρελλανθώ.

Αυτή εφαίνονταν πως, έστεκε με προσοχήν εις το να αφηκράζεται πενήντα νέες κόρες, που μερικές ετραγουδούσαν, και μερικές ελαλούσαν διάφορα μουσικά όργανα. Ήτον αυτές ενδυμένες από κόκκινα φορέματα χρυσοΰφαντα, κεντημένα με μαργαριτάρια, και έστεκαν ορθές ολόγυρα του θρόνου.

Εις αυτό το αναμεταξύ που αυτοί εδιηγούνταν, ήλθε νύκτα, και ακούουν τόσα τύμπανα της δικαιοσύνης, που ελαλούσαν εις όλην την χώραν. Ο Καλάφ ερώτησε τι θέλει να ειπούν αυτά τα λαλήματα· και η γραία του είπεν, ότι αυτά έδιδαν είδησιν του λαού, ότι έμελλε να θανατώσουν το δυστυχισμένον βασιλόπουλον που σου εδιηγήθηκα, επειδή και δεν εδιάλυσε τα αινίγματα της βασιλοπούλας.

Οπούχε χίλιαις πέρδικες κλεισμέναις κ' ελαλούσαν Ήφεραν και μια πέρδικα, πέρδικα πλουμμισμένη. Οπού την εκυνήγησανταις στάναις του Λιακάτα Κι' όλαις αι πέρδικες λαλούν, κ' εκείνη δε λαλούσε. — Δέσπω, γιατί δε μας μιλάς, γιατί είσαι κακιωμένη; Έμπα και στρώσε τον οντά, άλλαξε τα στρωσίδια.

Λέγοντας έτσι εκείνη επήρε τον Κουλούφ από το χέρι και τον έφερεν εις μίαν σάλαν και εκεί εκάθησαν όλες εις μίαν μακράν τράπεζαν, η οποία ήτον γεμάτη από πολυποίκιλα και νόστιμα φαγητά και πιοτά. Και αφού έφαγαν και έπιαν, εσηκώθηκαν οι σκλάβες από την τράπεζαν και άλλες επήραν και ελαλούσαν διάφορα όργανα, και άλλες ετραγουδούσαν με αγγελικές φωνές, και άλλες εχόρευαν διαφόρους χορούς.

Βεζύρη, είπε τότε ο βασιλεύς, κάνει χρεία να πιστεύσωμεν ότι εστάθη τούτο έν όνειρον. Όχι αυθέντη, απεκρίθη ο βεζύρης, καλλίτερον πιστεύω πώς η Κυρά, που είδαμεν, να είναι καμμία καταραμένη μάγισσα, η οποία διά να σου προξενήση έρωτα έλαβε μορφήν εξωτικής, και όλες εκεί οι νέες που ετραγωδούσαν και ελαλούσαν, είνε τόσοι διάβολοι που την υπηρετούν.