United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επρόσθεσε αυτά εις το γράμμα της Καρολίνας: «Για τελευταία φορά, για τελευταία φορά ανοίγω αυτά τα μάτια. Αχ! δεν θα δουν πια τον ήλιο. Θολερή, συννεφιασμένη ημέρα τον κρατεί σκεπασμένο και ο ουρανός είναι σκοτεινός. Έτσι έχε πένθος, φύσις· το παιδί σου, ο φίλος σου, ο εραστής σου πλησιάζει στο τέλος του. Ω Καρολίνα!

Έβγα! — Μία, δύο·ώρα να γείνη το πράγμα... Ο Άδης είναι σκοτεινός ! ... Εντροπή, άνδρα μου, εντροπή! Στρατιώτης, και να φοβήσαι! Τι σε μέλει αν το μάθουν; Ποίος θα τολμήση να μας ζητήση λόγον;... Αλλά πού ημπορούσε κανείς να το φαντασθή, ότι ο γέρος είχε μέσα του τόσον αίμα! ΙΑΤΡΟΣ Το ήκουσες τούτο; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ο Θάνης του Φάιφ είχε γυναίκα.

Όπου δεν είσαι του λόγου σου, ο κόσμος μου φαίνεται έρμος και σκοτεινός. Πιάνω να διαβάσω και δε μπορώ να συμμαζέψω το νου μου. Ο νους μου γίνηκε νερό κιόλο σε σένα τρέχει....» Το Βαγγελιό μούκοψε το διάβασμα κείπε: — Γιάε το πονηρό, μαντινάδες απού τσι κατέει! Και πώς τσι ταιριάζει όπου πρέπει! «Πώς θα τόνε περάσω τόσον καιρό, που θα κάνω να σε δω. Η μέρες μου φαίνουνται χρόνοι.

Άλλ' όταν πέσης μια φορά αναίσθητος 'στο χώμα και απομείνης σκέλεθρο, ω! τότε θ' αγνοής το τι αξίζει η ζωή κι' ο θάνατος ακόμα, κι' αν ήναι προτιμότερος ο τάφος της ζωής. Ω! τι φρικώδης ύπαρξις! τι χάρος σκοτεινός! κι' αποθαμμένος μαρτυρείς καθώς και ζωντανός.

Εκατό φορές καραβοτσακισμένος, έρημος και σκοτεινός, ζούσε με την ελεημοσύνη των χριστιανών. Μα η γλώσσα του δούλευε σαν τη ροκάνα. Τον φεύγανε όλοι σαν την ψώρα. «Ό,τι θέλεις, Λαλεμήτρο, μα λίγες κουβέντες», τούλεγαν όλοι. Τώρα είχε βρει ταγαθά του Θεού, με την Ουρανίτσα. Η γλώσσα του δούλευε με το μεροκάματο. Και ο μπόγος γεμάτος σαν έφευγε.

Και ωθών εγώ τον Φαφάναν μαζύ με τάλλα παιδιά, τον έπρωξα έξω εις τον νάρθηκα, οπού ευρέθη χωρίς σχεδόν να θέλη, σαστίσας από την απειρίαν του και την φυσικήν του δειλίαν. Ο νάρθηξ ήτο σκοτεινός. Ένεκα του ψύχους κανείς δεν εστέκετο εκεί. Ο δε κυρ-Γυαλάκιας ο επίτροπος, από την φιλαργυρίαν του είχε σβύσει το φανάρι οπού εκρέμετο εις το μέσον.

Ένας σκοτεινός κύκλος με ένα δαχτυλίδι φωτός τριγύρω, όπως το είχε ονειρευτεί, τους περιέβαλε. «Έπειτα, εγώ ήθελα να σου μιλήσω όταν θα ήσουν μόνος, Έφις. Η Έστερ μερικά πράγματα δεν τα καταλαβαίνει. Κι εσύ έπραξες άσχημα να φλυαρήσεις μαζί της: ούτε εσύ καταλαβαίνειςΕκείνος σιωπούσε.

Πυκνά, πυκνά ως καλάμια Ανεμισμένα εβλέπαμεν Να κινώνται εις τους κάμπους μας Των πολέμων μας τ' άρματα, Κ' έπεσαν όλα. Πού είνε η τόσαι γλώσσαι Των ακτινοβολούντων Σπαθιών; πού είνε η χείρες Των εχθρών μας αμέτρητοι; Πού τα καυχήματα; Πλατύς και σκοτεινός, Βαθύς έχασκεν κ' άφευκτος Ο άδης υποκάτω τους· Εβούλιασαν, εχάθησαν, Εκλείσθη ο τάφος.

Τω όντι εις μίαν ράχην του Ζυγού, όστις ηπλούτο σκοτεινός εξ ανατολών προς δυσμάς, κ' έφρασσεν όλον τον αρκτικόν ορίζοντα από του βάθους της πεδιάδος μέχρι των άστρων, ανέλαμψαν αίφνης τρεις υψηλαί πυραί και ταυτοχρόνως αντήχησαν τρεις εκπυρσοκροτήσεις. Ήτο το σύνθημα το οποίον ανέμενον οι οπλαρχηγοί. Ο Καραϊσκάκης ειδοποίει αυτούς ότι ήτο εκεί κ' έπιπτεν ήδη κατά του εχθρού.

Ο δρόμος ήτο σκοτεινός και ανώμαλος ως το ύφος της Νέας Σχολής, ώστε άνθρωποι και ζώα απέκαμον μετά δίωρον πορείαν διά των δυσβάτων εκείνων ατραπών, ότε δε διέκριναν μακρόθεν επί της κορυφής λόφου το ερυθρόν φανάριον ξενοδοχείου, ετράπησαν προς το σωτήριον εκείνο φως, ως οι μάγοι προς τον υποδεικνύοντα την φάτνην του Σωτήρος αστέρα.