Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Σεπτεμβρίου 2025
Ο Βράγγης ησθάνθη την καρδίαν του μαλαττομένην και πιεζομένην. Είχε φθάσει ήδη εις την ρίζαν του βράχου, εφ' ου ίστατο ο άγνωστος μετά της κόρης. Εκείνος ουδέ είχε παρατηρήσει την παρουσίαν αυτού. Διά σφοδρού άλματος ανέβη ούτος εις την κορυφήν του βράχου. Αλλά δεν ήτο πλέον καιρός. Ο Βράγγης ήκουσε μόνον ψόφον τινά, πάταγον σώματος καταπεσόντος εντός ύδατος.
Αλλά προφανώς, αφού υπερέβη πάντα όρον αστοργίας, επιχειρήσας να την φονεύση, απέβαλε διά τούτο τα δικαιώματα της πατρότητος. Και αφού ούτως είχε το πράγμα, η νεαρά αύτη κόρη είχεν ανάγκην πατρός. Εκ της σκέψεως ταύτης ησθάνθη αγαλλίασιν ο Βράγγης. Έλαβε την μικράν εις τας αγκάλας του, υπερεπήδησε τους βράχους πατών με ασφαλές και έμπεδον βήμα, και ελθών απέθεσε την κόρην επί της κλίνης του.
Φθάσας ο Βράγγης εις την πηγήν εκείνην, την μάρτυρα του παθήματός του, εύρεν ευτυχώς την ράβδον και την πήραν, όπου τας είχεν αφήσει, και επαρηγορήθη μικρόν τι, διότι δεν ευρέθη και άλλος τις απροσδόκητος αλήτης, όστις να κλέψη και τους δύο τούτους συντρόφους της οδοιπορίας του. Αλλ' ήτο τοσούτον απηυδηκώς ήδη ώστε δεν ηδύνατο να εξακολουθήση την πορείαν του.
Πριν ή τελειώση τον λόγον του ο Βράγγης, ο πρώτος των ιππέων ένευσε προς ένα των συντρόφων του. Ούτος έκαμε δύο βήματα με τον ίππον και εκτείνας τας χείρας προς τον Βράγγην. — Δος μοι αυτήν την μικράν, είπε. — Τι θέλετε; — Δος μοι την μικράν και πήγαινε τον δρόμον σου, γέρο. Ο Βράγγης κατελυπήθη, ιλιγγίασεν, ησθάνθη επιθυμίαν ν'αντισταθή. — Αλλ' είναι 'δική μου η μικρά, είπεν.
Ο βράχος, εφ' ον ανήλθεν ο άγνωστος, ήτο το εκφαντότερον μέρος της μικράς κοιλάδος. Ήτο όλος περίοπτος. Εκεί η λάμψις της σελήνης κατέπιπτε καθαρωτέρα και ο Βράγγης είδε τότε ή τω εφάνη ότι είδεν, ότι το δέμα όπερ εκράτει ο παράδοξος άνθρωπος εις τους βραχίονας, εκινείτο, ως να ήτο έμψυχον.
Ο δυστυχής Βράγγης, ου η ψυχή είχεν αναβή εις τους οδόντας, κατά το κοινόν λόγιον, ησθάνθη ότι μάταιον ήτο του λοιπού να μεριμνά περί του αρπαγέντος πράγματος και ότι καλλίτερον θα ήτο να φροντίση περί της ιδίας αυτού ασφαλείας. Όθεν σταθείς επί στιγμήν τινα, εστράφη εις τα οπίσω, και αμυνόμενος διά λίθων κατά των δύο κυνών, εξήλθεν ως τάχιστα εκ του μέρους εκείνου.
Ο άγνωστος ήρχισε να ψιθυρίζη, αρκούντως ευκρινώς, ώστε ν' ακούη ο Βράγγης: — Τετέλεσται, τέκνον, δεν δύναμαι πλέον να σε σώσω. Το πεπρωμένον το θέλει. Ήτο γραπτόν. Τις δύναται να παλαίση με την Μοίραν; Επί μακρά έτη περιπλανώμαι. Ύπνος δεν έκλεισε τα βλέφαρά μου, ανάπαυσιν δεν εύρε το σώμα μου. Εις την κοιλάδα αυτήν είναι το τέλος. Μοι το είπεν η αψευδής φωνή.
Ο άγνωστος δεν επλησίασεν εις την πηγήν του ρύακος, δεν εκάθισεν υπό τα δένδρα, τεκμήριον ότι δεν ήτο οδοιπόρος κεκμηκώς. Ανέβη εις τον μέγιστον βράχον, αντικρύ της κοιτίδος, εν ή εκοιμάτο ο Βράγγης, και δεν εκάθισεν επ' αυτού, έμεινεν όρθιος. Ύψωσε το βλέμμα προς τον ουρανόν, είτα περιέφερεν αυτό γύρω. Τι διενοείτο; Είτα ήρχισε να μονολογή.
Τω όντι ο Βράγγης ως εξήλθεν εκ της κώμης, εστάθη παρά τινα πηγήν εντός ρεύματος, υπό την σκιάν των πλατάνων και ήκουε τον μελαγχολικόν ψίθυρον του ρύακος όπου εσχηματίζετο και καταρράκτης αρκούντως υψηλός. Εξέβαλεν εκ της πήρας τεμάχιον ξηρού άρτου, έβρεξεν αυτό εις την πηγήν και έφαγε. Την αυτήν στιγμήν ενεφανίσθη ο Δαρώτας, και τον εχαιρέτισεν.
Εάν ο Ιωάννης Βράγγης είχε προλάβει να αρπάση από των χειρών του Δαρώτα την φλοκάταν, ην είχε δανεισθή όπως φέρη προς τον κύριόν του, και με τόσην τέχνην του αφείλεν εκείνος, διαλαθών την ουχί λίαν εντεταμένην προσοχήν του, δεν ήθελεν υποστή την απώλειαν τούτην, εφ' ή ουδέποτε έμελλε να παρηγορηθή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν