United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Μου προσεφέρατε την Σικελίαν και την Σαρδηνίαν, υπό τον όρον του να καθαρίσω την θάλασαν εκ των πειρατών, και να στέλλω ποσόν τι σίτου εις Ρώμην· τούτων συμφωνηθέντων, θα θέσωμεν το ξίφος εις την θήκην, και θ' απέλθωμεν με άθικτον θώρακα. ΚΑΙΣΑΡ, ΑΝΤΩΝΙΟΣ και ΛΕΠΙΔΟΣ. Αύται είναι αι προτάσεις ημών.

Είδον καθ' ύπνους την Αθηνάν, αυτήν την Παλλάδα Αθηνάν». Ο ακροατής του αφήκε κραυγήν εκπλήξεως και απιστίας. Ο Πλήθων ατάραχος επανέλαβε: «Ήτο τοιαύτη οποία παρίσταται εις το Άλφα της Ιλιάδος, οποίαν παρέστησεν αυτήν ο Φειδίας και οι άλλοι μαρμαροξόοι. Εφόρει απαστράπτον κράνος επί της κεφαλής, τον θώρακα μετά της αιγίδος επί του στήθους.

Δεν βλέπω τίποτε, αδελφέ μου! Ησύχασε. — Είνε ψηλός, λάμπει το μάτι του, και κρατεί γυμνό σπαθί. Ήρθε να με κόψη. Φορεί κοντή φουστανέλλα χωρίς λόξαις και κόκκινη χλαίνα, κι' ολόχρυσο θώρακα. Να τος! φεύγει... έκαμε κατακεί.... θ' άρθη πάλι. Ο γέρο-Πέτρος δεν έβλεπε τίποτε. Έκαμε πολλούς σταυρούς, κ' επροσπάθει να καταπραΰνη τον άνθρωπον.

Κατά την βαθμολογίαν δε ταύτην οι Πέρσαι διανέμουσι τας τιμάς τας οποίας αποδίδουσι και εξασκούσι την επί των άλλων εθνών αρχήν πρώτον μεν απ' ευθείας, έπειτα δε διά μεσαζόντων. Οι Πέρσαι παραδέχονται ευκόλως ξενικά έθιμα· ευρόντες την Μηδικήν ενδυμασίαν ωραιοτέραν της ιδικής των, φορούσιν αυτήν, ως επίσης παρεδέχθησαν εις τους πολέμους τον Αιγυπτιακόν θώρακα.

Αλλ' η γενναιότης σας με συγχωρεί να της ενθυμίσω, δεν στερείται μόνον την φλοκάταν, είπε δειλώς ο Βράγγης. Η γεναιότης σας δεν έχει ούτε στολήν καθαράν, ούτε θώρακα, ούτε υποκάμισον . . . — Ανόητε, και δεν ειξεύρεις ότι η τάξις απαιτεί να είμαι κομβωμένος, όταν θα παρουσιασθώ; Πού θα ίδη ο κόμης αν θα έχω θώρακα ή υποκάμισον; Η φλοκάτα τα σκεπάζει όλα. — Υπομονή, είπεν αποφασιστικώς ο Βράγγης.

Τα στήθια τους εσκέπασαν από κρουστό τομάρι Μιας ψόφιας Γάτας, που όλοι τους επιταυτού είχαν γδάρει Πασάνας μέρος απ' αυτό ωμορφοτουρνεμένο, Για θώρακα εσχημάτιζε με τζάκνα καρφομένο. 270 Χτους οφαλούς των λυχναριών γεραίς ασπίδες φκιάνουν, Και από βελόναις σουβλεραίς με τα δεξιά τους πιάνουν Βαριά κοντάρια αλίγυγα, και σιδιροβαμμένα, Οπού ο ίδιος Ήφαιστος τους τάχε χαρισμένα.

Κι' αν κάψουν την Ιζόλδη, ορκίζομαι στο Χριστό, τον υγιό της Μαρίας, ποτέ να μην κοιμηθώ κάτω από στέγη αν δεν την εκδικηθούμε πρώτα». — Ωραίε μου δάσκαλε, δεν έχω το σπαθί μου. — Να το, σου το έφερα. — Καλά, δάσκαλε. Δε φοβάμαι τίποτα πεια εκτός από το Θεό! — Γιε, έχω ακόμη κάτω από το κοντοκάπι μου ένα πράγμα που θα σ' ευχαριστήση: αυτόν το στερεό και ελαφρό θώρακα που ίσως σου χρειαστή.

Την ημέρα που είχε ορισθή για την τελετή, στον Πόρο του Κινδύνου, τα λειβάδια έλαμπαν μακρυά σκεπασμένα, και στολισμένα απ' άκρη σ' άκρη με της πλούσιες σκηνές των βαρώνων. Στο δάσος, ο Τριστάνος εκάλπαζε με την Ιζόλδη, κι' από φόβο παγίδας, είχε φορέσει την περικεφαλαία του και το θώρακά του. Ξαφνικά, και οι δύο φάνηκαν έξω από το δάσος και είδαν μακρυά, μέσα στους βαρώνους το Βασιληά Μάρκο.

ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Όταν και σεις ντυθήτε τον θώρακα της Πίστεως γύρω απ' την καρδιά, θάν' το κορμί σας πειο γερό κι' απ' τη βελανιδιά. ΕΚΑΤΟΝΤ. Η Ευνίκη δεν μπορεί μαζύ μας να θυμώση. Ολόκληρη τη μέρα την ξοδέψαμε παγαίνοντας βήμα προς βήμα. . . ΕΠΑΡΧΟΣ. Να τον γλυτώση δεν κατώρθωσε. Και τώρα, αδελφοί μου, νουθεσίες, πριν πεθάνω, έχω να σας δώσω τελευταίες. Στον ουρανό επάνω να βρίσκεται η σκέψις σας.

Τόσο αλύπητα δεν πέφτουν ουδ' η σφύραις των Κυκλώπων εις τον θώρακα του Άρη, 'πού 'ναι αθάνατ' η βαφή του, όσον άκαρδα του Πύρρου φονικό βροντά το ξίφος εις το σώμα του Πριάμου.