United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τω μεταξύ ο κυρ-Μοναχάκης, μαθών εις τίνα ανήκεν η κλαπείσα λέμβος, επαρουσιάσθη περίλυπος εις την οικίαν του πλοιάρχου. Ο κυρ-Μοναχάκης αυτό ίσα-ίσα επεθύμει, να υπάγη με την σκαμπαβίαν. Εφοβείτο να μείνη εν αγωνιώδει προσδοκία εις την πολίχνην, και του εφαίνετο ότι, αν ελάμβανε μέρος εις την καταδίωξιν, διά του αντιπερισπασμού τούτου ηπιώτερον θα ησθάνετο τον πόνον του.

Ήτο εικοσιπεντούτις και είχε νυμφευθή προ πέντε ετών. Ο κυρ-Μοναχάκης την είχε λάβει εις δεύτερον γάμον, αφού έθαψε την πρώτην γυναίκα του και υπάνδρευσε την κόρην του, κατά έν έτος πρεσβυτέραν της Λιαλιώς. Του εφαίνετο ότι εγίνετο αυτός κατά είκοσιν έτη νεώτερος, νυμφευομένος την εικοσαετή ταύτην παιδίσκην.

Βραχεία παρήλθεν ώρα, και η σκαμπαβία είχεν απομακρυνθή τόσον, ώστε μόλις εφαίνετο εις το βάθος του αχανούς ορίζοντος ως μέλαν κυμαινόμενον σημείον και ως μαύρη κηλίς επί της επαργύρου επιφανείας της θαλάσσης. — Τώρα να το βάλουμε στα κουπιά! ανέκραξε μετά φαιδράς χάριτος το Λιαλιώ. Ο κυρ-Μοναχάκης ήτο τω όντι επί της σκαμπαβίας, και η νοσταλγός δεν είχεν απατηθή.

Οι έξ ερέται είχον αφήσει τας κώπας, και η σκαμπαβία έβαινεν ακόμη με την «κεκτημένην ταχύτητα». Ο κυρ-Μοναχάκης εφώναζεν εν τούτοις, φειδομένος του χρόνου τον οποίον έχαναν·Σία, παιδιά, σία. Γυρίστε κατά 'κεί!... όρτσα σκαμπαβία! Αλλ' ουδείς προσείχεν εις αυτόν. Συμβούλιον είχε στηθή εν μέσω του πελάγους.

Αλλ' όταν τελευταίον ο κυρ-Μοναχάκης μετετέθη, μετά παλλάς προσπαθείας, εις την γείτονα νήσον, τότε έπεισε τον πενθερόν του, όστις έτρεφε προς αυτόν μεγίστην υπόληψιν μεταξύ όλων των συνομηλίκων, να του στείλη εις την έδραν του το Λιαλιώ, διά να συζή μετ' αυτής υπό την ιδίαν στέγην.

Ο κυρ-Μοναχάκης και οι τέως ομιληταί του, των οποίων μεγάλως εκεντήθη η περιέργεια, εστράφησαν όλοι προς την θύραν.

Τ'ν' είδια, μπάρμπα, απήντησε το παιδίον. — Και πού πάει; — Ξέρου 'γώ. Ο κυρ-Μοναχάκης εσηκώθη εν αδημονία, και με οργίλην χειρονομίαν έκαμε να τινάξη το τσιμπούκι του εις το έδαφος. Το πρώτον παιδίον, το όποιον ίστατο πέντε βήματα απ' αυτού, ετρόμαξε, φοβηθέν μη φάγη καμμίαν με το τσιμπούκι, και έτρεξε να φύγη. Το δεύτερον παιδίον έξω της θύρας έγεινεν άφαντον όπισθεν του τοίχου.

Την ημέραν του καλού της ερχομού, ο κυρ-Μοναχάκης έκαμε μεγάλην χαράν εις τους φίλους του, αλλ' από της επαύριον έπαυσε να δέχηται κατ' οίκον. Και τούτο ουδέν το παράξενον είχε, καθότι αυτός μάλιστα ουδέποτε ευρίσκετο κατ' οίκον. Ήτο ή εις το γραφείον του ή εις το καφενείον.

Τις οίδεν! επί τέλους, διελογίζετο ο κυρ-Μοναχάκης. γυνή ήτο. Ο έρως είνε πλάνος και η νεότης ευαπάτητος. Τις εγνώριζεν αν δεν είχεν αμαρτήσει ήδη; ω! καλά της το έλεγεν αυτός, ότι πλησίον του θα ήτο ασφαλής, διότι γηραιός σύζυγος επέχει προς τοις άλλοις τόπον πατρός διά νεαράν γυναίκα. Καλά το έλεγε κ' εκείνη, ότι πλησίον του θα ήτο ασφαλής, και αν ήθελε να σφάλη ακόμη.

Μη φοβάσαι, είπεν ο κυρ-Μοναχάκης, αν λες αλήθεια, δεν τρως ξύλο· μα έλα δω... ειπέ μου τι ξέρεις... γιατί... Η λέξις αύτη ήτο η μόνη ην επρόφερε όπως υποδηλώση την θλίψιν, την οργήν και την εντροπήν του. — Να, μπάρμπα, είπεν αναθαρρήσας και σταθείς εγγύς της θύρας ο παις.