United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό το μεγάλο αγαθό σαν ανιστορεί κανένας πηγαίνει να του τα συχωρέση όλα του τα ελαττώματα του Ιουστινιανού, και να πη πως καλά τους ξεπλέρωσε του τόπου τους μεγάλους του φόρους.

— Ο Θεός να σας συχωρέση μ' ό,τι κάματε, πολυέλαιος και πολυεύσπλαχνος είνε. Τόρα πάρτε αυτό το πλαστάρι το ψωμί, που σας άφησα εκεί στο κρεββάτι, νάτε κι αυτά τα δυο τάλληρα, κι αγάλι' αγάλια χωρίς να βροντήσετε και σας καταλάβουν και τραβάτε. Ν' αφήσετε μονάχα την πόρτα ανοιχτή, κι ότι έκαμα για σας να μη βγη από το στόμα σας.

Και προσπεσόντας το προσκύνησε ο Βασιλέας, και παρακάλεσε τον Άγιο να συχωρέση τον πατέρα του τον Αρκάδιο και τη μητέρα του την Ευδοξία. ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Μερικά συμπληρώματα της Ιστορίας του Χρυσοστόμου Η λιγόκαιρη αυτή εποχή αποφάσισε μεγάλα ζητήματα, κ' ίσως απ όλα το μεγαλήτερο είταν η θέση του Πατριάρχη προς το Βασιλέα.

Είσαστε η χαρά προσωποποιημένη. ΛΕΛΑΧίλια χρόνια! Έστω! Χίλια! Εβίβα ανθυπολοχαγέ. Οι παραπάνω, ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Κυρίες και Κύριοι, η θεατρίνα σας ζητεί συχώρεση. Είναι πολύ ζαλισμένη και δε θα μπορέση να παραστήση. Αναβάλλεται γι' αύριο το απόγεμα. ΟΛΟΙ — Α! α! Τι κρίμα, τι κρίμα! Γιατρέ, γιατρέ, τι μας κάματε με τη βελονίτσα σας. Η καϋμένη η θεατρίνα. Ποιος ξέρει τι έχει. Πηγαίνω να ιδώ.

Και το συμπέρασμα, πάντα ελπίδα, πάντα παρηγοριά, πάντα πιο καλότυχα υστερνά. Καθώς θυμούμαστε, ήρθε τέλος η βασιλική η συχώρεση. Φτάνουν οι ταχυδρόμοι στην Αντιόχεια με τα νέα, και ανεβαίνει ο Χρυσόστομος στον άμπωνα και με λόγια ολόχαρα σκορπάει του λαού τη θλίψη. Όρια δεν είχε η χαρά τους και τελειωμό δεν είχαν τα πανηγύρια τους.

Εκείνοι μουρμούριζαν κι οι δυο: — Φτώχεια μεγάλη, δέσποτά μου. Εμείς χαραμήδες δεν είμαστε. Να που μας έβαλε, βλέπεις, ο Τρισκατάρατος.. Η φτώχεια..... Ο ηγούμενος τους απόκοψε αυστηρός: — Όποιος είνε φτωχός δε κλέβει. Και τη φτώχεια ο Θεός την έδωσε. Κατακολαστήκατε σήμερα, κι ο Θεός να σας συχωρέση..... Κι απόμεινε σκεφτικός. Ύστερα τους ζύγωσε και τους έλυσε τους αγκώνας.

Έφυγε, χάθηκε μακρυά απ' την πολιτεία. Κρύφθηκε στους λόγγους και στα βουνά κ' ύστερα πήρε το δρόμο, σαν αφωρισμένος.... «Και νάμαι που ήρθα. Ο Θεός να με συχωρέση, αδέρφια!»... Αυτά έλεγε ο χωριανός και τα δάκρυα τρέχανε απ' τα μάτια του. Κανένας δεν άνοιξε το στόμα του να μιλήση. Ο ένας κύτταζε τον άλλον.

Άφησα το κρεββάτι αμέσως κ' έτρεξα να τον ζητήσω, να του γυρέψω συχώρεση για το φόβο μου. Δεν το ήθελα· ήμουν άμαθη στα τέτοια... Α! πώς ήθελα ν' άκουγα πάλε τη φωνή του· τη γλυκειά, την πρόσχαρη, την καλορρίζικη φωνή του. — «Έλα που σε προσμένω. ... Θα ζήσετε πλούσια». Μα δε φάνηκε, δεν ακούστηκε πια! Δε φάνηκε το είδωλο του, δεν ακούστηκε η φωνή του· δεν έλειψε όμως κι από κοντά μας.

Έπειτα είπε με ειλικρίνεια: — Μεγάλο βάρος έχω στη ψυχή μου, μα ο Θεός θα με συχωρέση, γιατ' είμαι μάνα. Τα πρώτα γράμματα έμαθα από πολλούς δασκάλους. Ο πρώτος ήτον ένας φραγκοφορεμένος με τόνομα Ηρακλής. Έξω από τόνομά του δε θυμούμαι γι' αυτόν πολλά πράμματα. Η αλήθεια είνε ότι και πολύ γλίγωρα τον χάσαμε. Ένα πρωί μάθαμε πως έκλεψε τη Μαγδαληνή κέφυγε.

Πότε περιγράφει τα βάσανα του γέρου Επισκόπου που όρη και βουνά διάβαινε νανταμώση το Θεοδόσιο και να του ζητήση συχώρεση για την Αντιόχεια, πότε τη θλίψη του απελπισμένου λαού που γύρευε κι αυτός να πάρη τα όρη για να ξεγλυτώση από τη βασιλική οργή, και πότε πάλε παρασταίνει τη φρίκη του ο Χρυσόστομος θωρώντας στο Πραιτώριο ταδέρφια του να παιδεύουνται και να τυραννιούνται.