United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτον εφαίνετο ύποπτον εις αυτήν ότι ο σύζυγός της από τινος καιρού συνήθιζε να κοιμάται πάντοτε εις το κατώγειον, μέσα εις τα ξύλα και τους ποντικούς, στρώσας εις μίαν γωνίαν το κλινίδιόν του το σκληρόν πλησίον εις σωρόν παλαιάς οικοδομησίμου ξυλείας εκ μαύρων μεγάλων ξύλων, άτινα ίσταντο όρθια εκεί εις την γωνίαν, συναχθέντα ένα-ένα εξ ηρειπωμένων οικιών, ίνα χρησιμεύσωσι προς ανακαίνισίν ποτε της σαθράς οικίας των.

Μετ' ολίγον, ο κυρ-Δημάκης, πάντοτε σκυθρωπός και συννεφιασμένος, ως άνθρωπος μέλλων ν' αυτοκτονήση, απεκοιμήθη, νομίσας ότι καθησύχασεν ούτω την γραίαν, ίνα εγερθή την πρωίαν. Κάτω δε εις το κατώγειον φως έλαμπεν ακόμη από τας χαραμάδας του πατώματος και φωνή γλυκεία ηκούετο σιγά-σιγά άδουσα: Νύσταξ' η Πανίτσα και πάει να κοιμηθεί κ' η μάνα τς δεν το ξέρει πως θα στεφανωθή.

Αλλά δεν είχε τελειωμό. Το κατώγειον επλησίαζε να τελειώση, αλλ' ο Σαϊτονικολής επέμενε να του κτίση και ανώγειον κ' έτσι θα ήρχετο και ο άλλος χειμώνας· και αν αι βροχαί διέκοπτον την εργασίαν, θα ήρχετο και η άνοιξις και ... ζήσε, Μάη μου. Είχεν αποτολμήση προ ημερών να είπη προς τον πατέρα του ότι ήτον αρκετόν το κατώγι, αλλ' ο Σαϊτονικολής δεν ηθέλησε ν' ακούση τίποτε. Ήξευρε αυτός τι έκανε.

Και μαθούσα παρά του κυρ-Δημάκη το προσφιλές του τραγούδι, υπέψαλεν αυτά την νύκτα η γλυκεία κόρη, κεντώσα τον καλόν χιτώνα της, παρά την λάμψιν της εστίας, κάτω εις το κατώγειον, αόρατος και ημέραν και νύκτα, ενώ η γραία Αχτίτσα, κατάκοπος ερχομένη από τον ελαιώνα, έπιπτε ξύλο κούτσουρο: Δίψασ' η Πανίτσα και πάει να πιη νερό και η μάννα τς δεν το ξέρει πως ίκαμε γαμπρό.

Και περιορισθείσα, αυτή και η κόρη της εις το σκοτεινόν και αραχνιασμένον κατώγειον, παρεχώρησαν το επάνω πάτωμα εις τον κυρ-Δημάκην, ον εθεώρουν πλουσιώτατον. Πλην εις μάτην ολοκλήρους νύκτας εξενύκτισαν μήτηρ και κόρη, παραφυλάττουσαι ν' ακούσουν τον μεθυστικόν του χρυσίου ήχον. Ο κυρ-Δημάκης ήτο προφυλακτικώτατος.

Έως ότου δε η Κρατήρα κομίση τούτο από το κατώγειον, συγκοινωνούν μετά της οικίας διά κλαβανής, αφανούς του πατώματος θύρας, ηκούσθη άλλη φωνή έξω. — Ακόμα, Μπάρμπα-Σταύρο! Πάνε η εληαίς, όλαις σπάσανε! — Ωχ! ωχ! απήντησε πάλιν ο φιλάργυρος γέρων, ως να επόνεσεν η καρδιά του πάλιν.

Εκτός του παιδός, ουδείς εφαίνετο εν τη αυλή. Εισήλθον εις το πλακόστρωτον και πως δροσερόν κατώγειον — κ' εδώ ούτε ψυχή. Εκάλεσα μετά τινος ανυπομονησίας την μητέρα μου, τον αδελφόν μου, ουδείς απεκρίθη. Η μικρά προς τον κήπον θύρα εις το βάθος του κατωγείου ήτο, παρά το σύνηθες, ολίγον ανοικτή.

Καϋμένε! αν είνε αλήθεια πως έχφλουριά και δεν τα μαρτυράς! — Έχω κλάρες! απαντά ο Μπάρμπα-Δήμαρχος και διακόπτων τας δύο λέξεις από εντροπήν τάχα. Το Χρυσώ, η ατυχής κόρη, ενδυθείσα πάλιν τα σκιερά του πένθους ενδύματά της, κατήλθεν εις το κατώγειον κάτω και πεσούσα εις το κλινίδιον του πατρός της εθρήνει και ωλόλυζεν απαρηγόρητος: — Τι θα γένω! Τι θα γένω!

Και προχωρών κατήλθε διά της κλαβανής εις το κατώγειον οπόθεν ανήρχετο η ευωδία. Η Κρατήρα απέμεινε μ' εσταυρωμένας τας χείρας, ο δε Κομποδήμος βλέπων το ταψίον εψιθύρισε: — Δεν τώπερνα εγώ προτήτερα! Μετ' ολίγον ηκούσθησαν κτύποι πυκνοί από του κατωγείου ως να εκρούετο ραβδίον επί του δαπέδου και συγχρόνως φωναί: — Νά! Νά! Νά! Ο Κομποδήμος κατήλθε τότε παραπατών εις το κατώγειον.