United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκάθησα επί κορμού ελαίας εις του τοίχου την σκιάν και επερίμενα βλέπων την στροφήν του δρόμου, όθεν ήλπιζα να προβάλη εντός ολίγου ο Παντελής επιστρέφων. Ήτο ησυχία περί εμέ άκρα και μόνοι οι τέττιγες, ενθουσιώντες υπό τας ακτίνας του ηλίου, διέκοπτον της εξοχής την σιωπήν. Αίφνης γέλωτες παιδικοί αντήχησαν πλησίον μου.

Ταύτα εφευρόντες, διεσκέδαζον ως ακολούθως κατά της πείνης· την μεν μίαν ημέραν όλην έπαιζον, διά να μη σκέπτωνται περί τροφής, την δε άλλην διέκοπτον τα παιγνίδια και έτρωγον. Χάρις δε εις το μέσον τούτο, δεκαοκτώ έτη παρήλθον· εν τούτοις το κακόν, αντί να παύση, ηύξησε.

Άνωθεν από τινος ανοικτού φεγγίτου κατήρχετο εις το βαθύ εκείνο υπόγειον η λάμψις φανού τινος, ως ακτινοβολία άστρου χρυσού εκ των αιθέρων, και συνάμα βοή συγκεχυμένη και αλαλαγμός, θόρυβος κόσμου, πλημμυρούντος εκείνην την ώραν την εγγύς κεντρικήν της πόλεως αγοράν, ον διέκοπτον κατά διαλείμματα οξύταται ως βουνού άγριαι φωναί ποιμένων: — Αρνιακά για πούλημα! — Αρνιά για σφάξιμο!

Οι άνδρες εξεκαρδίζοντο, αι δε γυναίκες, μεταξύ των οποίων εισώρμα κατά προτίμησιν, απεσύροντο με ανησυχίαν προ του ανθρωποειδούς τετραπόδου και εγέλων ως γαργαλιζόμεναι όταν ο Σάτυρος επλησίαζεν. Είχαν περάση τα μεσάνυκτα όταν εχωρίσθη από τους φίλους του. Το χωριό είχεν ήδη κοιμηθή και επεκράτει σιγή, την οποίαν μόνον κραυγαί των αλεκτόρων ή γαυγίσματα διέκοπτον από καιρού εις καιρόν.

Εκειδά ήταν γυναίκες και εκειδά εγινόντανε αηδόνια. Εκειδά ήτανε κορίτσια και εκειδά γινόντανε άγγελοι με χρυσά μαλλιά και με χρυσές φτερούγιες. — Τι λες, Μα; διέκοπτον αι θυγατέρες της. — Ναι, επανελάμβανεν η μήτηρ. Τες βλέπανε οι άνθρωποι έξαφνα και τους έπαιρναν τη μιλιά! Από μερικούς έπαιρναν και τα μυαλά! — Τι λες, Μα; διέκοπτον πάλιν γελώσαι αι εύμορφοι θυγατέρες της Γερακούλας.

Αλλά δεν είχε τελειωμό. Το κατώγειον επλησίαζε να τελειώση, αλλ' ο Σαϊτονικολής επέμενε να του κτίση και ανώγειον κ' έτσι θα ήρχετο και ο άλλος χειμώνας· και αν αι βροχαί διέκοπτον την εργασίαν, θα ήρχετο και η άνοιξις και ... ζήσε, Μάη μου. Είχεν αποτολμήση προ ημερών να είπη προς τον πατέρα του ότι ήτον αρκετόν το κατώγι, αλλ' ο Σαϊτονικολής δεν ηθέλησε ν' ακούση τίποτε. Ήξευρε αυτός τι έκανε.