United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νεράιδες ζωντανές, ασπροφορεμένες, που έσερναν τον χορό, κ' ετραγουδούσαν, μέρα μεσημέρι: «Ημείς παίρνουμε της μιλιές, ημείς καλές κυράδες». Και κα-κα-κα τα γέλοια, κα-κα-κα τα γέλοια. Εγώ ήκουα μετά προσοχής, κ' εκύτταζα γύρω γύρω, ως να ήλπιζα να ιδώ κάπου ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά, κάτω στο ρέμμα, της «καλές κυράδες», όπου έλεγεν ο Νικολός.

Αν κ' εγώ ο ίδιος δεν θαυμάζω, πως δυσπιστείς στην τύχη σου. ΑΔΜΗΤΟΣ Μπορώ να την αγγίξω, να της μιλήσω, ημπορώ σαν νάταν ιδική μου, γυναίκα πάλι ζωντανή; ΗΡΑΚΛΗΣ Μπορείς να της μιλήσης, αφού έχεις ό τι επιθυμείς τόσω πολύ. ΑΔΜΗΤΟΣ Ω μάτια, και σώμα της γυναίκας μου αγαπημένα, πάλι σας έχω, ενώ δεν ήλπιζα, να σας ιδώ ποτέ μου! ΗΡΑΚΛΗΣ Τα έχεις, είθε απ' τους θεούς κανείς να μη ζηλέψη.

Ανέβαινα ασθμαίνων, ακουσίως δε ανελογιζόμην ότι ήμην εισέτι εις ανάρρωσιν. Ανά παν βήμα ήλπιζα ότι θα ίδω την κορυφήν και το επ’ αυτής παρεκκλήσιον, αλλ' ούτε η κορυφή εφαίνετο εισέτι, ούτε το παρεκκλήσιον, το δε βάδισμά μου εγίνετο εξ ανάγκης επί μάλλον και μάλλον βραδύτερον.

Μα πώς, ω Γαντζάδα, είπα της γυναικός μου δεν γνωρίζεις εις εμέ την μορφήν εκείνου του Αμπουλβάρη που αγάπησες και σε αγάπησε με τόσην προθυμίαν; Αχ! πόσον με κάνει δυστυχισμένον η τύχη μου, αλλοί εις εμέ, δεν ήλπιζα ποτέ να με δεχθής με τόσην σκληρότητα εις τον γυρισμόν μου· πόσον κακώς μου ανταποκρίνεσαι εις την ανυπομονησίαν που είχα διά να σε ξαναϊδώ.

Είναι και αυτή καθώς όλη αυτή η φάρα είπα μέσα μου, και ήμουν ερεθισμένος και ήθελα να φύγω· και όμως έμεινα, γιατί επιθυμούσα να την αθωώσω, και δεν το επίστευα και ακόμη ήλπιζα ένα καλόν λόγο της, και — ό,τι θέλεις. Εν τω μεταξύ γεμίζει ο κύκλος.

Έσκυψα και εφίλησα την άκραν του κρασπέδου του Αγά και υπεχώρησα βήματά τινα. Αλλ' εσυλλογίσθην τον Παντελήν και τα βαρέλιά μου και τον όρμον, όπου ήλπιζα να εύρω το μέσον της εις Τήνον επιστροφής. ― Τι χάσκει εκεί; ηρώτησεν ο Αγάς. ― Αγά μου, είπα, αφήκα το υποκάμισόν μου εις το χωρίον και πρέπει να υπάγω να το πάρω. Δεν ενόησεν ο Τούρκος τι λέγω και ηρώτησε τον διερμηνέα.

Κι' εγώ 'θαρρούσα πως αυτή δεν αγαπά κανένα, κι' από την χήραν ήλπιζα τρελλά ν' αγαπηθώ, εγώ γι' αυτή, κι' αυτή για 'με να ζήσουμε 'στα ξένα, και ήμουν έτοιμος ευθύς τη Ρώσσα ν' αρνηθώ. Κι' από τη φρίκη φαίνεται ακόμη πιο φρικτό, συ από έρωτα αγνόν και άγιον ν' ανάπτης, να έχης εις αισθήματα το στήθος ανοικτό, κι' ως σκώληκα να σε πατή χυδαίος φραγκορράπτης.

Εφανταζόμην ότι εκ της κορυφής η κατάβασις εις τον ποταμόν θα ήτο ταχεία και εύκολος και ήλπιζα ότι τέρμα της πορείας θα ήτο η όχθη του ποταμού εκείνου. Αλλ' η κορυφή δεν εφαίνετο. Ελησμόνουν κατά την ώραν εκείνην και επανάστασιν και εχθρούς και βωμόν της πατρίδος, δεν με έμελεν ούτε διά τον Μίρτον, ούτε διά τους έρωτάς του!

ΗΦ. Ο Ερμής ας ομιλήση και δι' εμέ• διότι εγώ δεν έχω καμμίαν σχέσιν με λόγους δικηγορικούς• το έργον μου είνε γύρω εις το φυσερόν• ο Ερμής όμως είνε ρήτωρ και πολύ ασχολείται εις τα τοιαύτα. ΠΡΟΜ. Εγώ λοιπόν δεν ήλπιζα ποτέ να αναφέρη την κλοπήν ο Ερμής και να με κατακρίνη δι' αυτήν, ενώ είμεθα ομότεχνοι.

Τα περασμένα ποθιτά συχνά στο νου μου φέρω, Και στερεμένος, απορώ, κι' εγώ πώς υποφέρω. Θαρρώ κι' η μόνη παντοχή να τ' απολάψω πάλι, Ως τώρα μου διαφύλαξαν τη γνώσι στο κεφάλι. Τι ανίσως και δεν ήλπιζα τα πρώτα ν' αποχτήσω, Το νου μου ως τώρα, αδύνατο, εγώ να τον ορίσω. Αηδώνια, βρύσες, κρύα νερά, της γης η πρασινάδα, Μακριά από σένα, Φύλλι μου, δεν έχουν νοστιμάδα.