United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φώναξαν τότες στο σπίτι του κυρ Αλέξη τες τσιούπρες και τες ξέταξε ο Δεφδερδάραγας του Ιμήν πασά αν ήθελαν αλήθεια να γίνουν Τούρκισσες ή όχι. Κ' επειδής με τόσα ταξίματα και με τόσους φοβερισμούς ούτε λόγο μπόρεσέ να τες βγάλη από το στόμα για να Τουρκέψουν τες έκαμε σουργούνι μαζί με τον πατέρα τους στην Άρτα. &1833, Φλεβάρης μήνας&. Γυρνώντας ο Ιμήν πάσας από τα Μπιτώλια έστησε τα τσιγγέλια.

Ο Φλεβάρης, ειδήμων όσον και ο σύντροφός του των απαιτήσεων του οινοπωλείου, εκάθησεν ιππαστί επί των ευρέων νώτων του βαρελιού όπως προσθέση το βάρος του σώματός του, διότι άλλως ηδύνατο να κινηθή αποτόμως και θολώση ο οίνος. Ο Μάρτης μετά τούτο ύψωσεν ουχί μετά πολλού κόπου εκ των όπισθεν διά της μιας χειρός το βαρέλι κ' έθεσε κάτω αυτού, ως προσέρεισμα ογκώδη κορμόν δενδρου.

— Ε, δεν μιλάς· δεν θα πάρης κ' εσύ το 'δικό σου, γέρω Μάρτη; είπεν εις αυτόν ο Φλεβάρης, ο γείτων του. — Αμ τι να πάρω εγώ, ο παληόγερος· εδωπά θ' ανοίξω τον πύρο μου να πιώ λιγάκι. Και άνοιξε μεγάλην τρύπαν εις το κατώτατον μέρος του βαρελιού.

Κ' ενώ ταύτα εσκέπτετο, έστρεψε πέριξ αναζητών διά του βλέμματος το μέρος, όπου ήτο δυνατόν υπάρχη οίνος, ως ο διψών αναζητεί την πηγήν, και: — Ακούς τι λέει· αρκεί να βρίσκεται είπε λείχων ευχαρίστως τα χείλη. — Κάτι βρίσκεται, μα θέλει σήκωμα το βαρέλι. — Εμπρός! Ο Φλεβάρης είνε δυσκίνητος, οκνός, ως τον λέγουν οι συνάδελφοί του, αλλά χάριν, του οίνου επήδησεν επί του βαρελιού μ' ευκολίαν.

Υπό το κατηφές και ρυτιδωμένον μετωπόν του, ως υπό μέτωπον αληθούς γεωργού, φαίνεται υπολανθάνουσα ποιά τις διαύγεια και αγαθότης ψυχής· εκεί αντικατοπτρίζονται όλαι αυτού αι ημέραι, αι οποίαι όσον και αν είνε θυελλώδεις, υπενθυμίζουν μόλα ταύτα το θάλπος του καλοκαιριού: Ο Φλεβάρης ποτέ δεν θέλει να έρχηται εις διαπληκτισμούς με τους άλλους μήνας.

Μα μόλις ανέβαινε απάνω στην κάμαρη, σώπαινε-— Όπως σωπαίνει το καναρίνι όταν του ρίχνουν αποπάνω ένα σεντόνι Κι ο Νίκος άφηνε τη δουλειά του, έκοβε το σφύριγμα κι αφηγκραζόταν της Λιόλιας το τραγούδι και θυμόταν τις παλιές του τις καντάδες και τουρχότανε να τραγουδήση μαζί της. . . Κ’ η Βεργινία θυμόταν τα τραγούδια του Νίκουκ’ έχωνε το κεφάλι της κάτω απ’ το γαλάζιο πάπλωμα, σα να ναυαγούσε μέσα σ' ένα κύμα απελπισίας Ήτονε Φλεβάρης τώρα κι αποκριές ! Την Κυριακή της Τυρινής άργησε να γυρίση ο Νίκος το μεσημέρι.

Ως δε ο γύφτος του μύθου, όστις φοβούμενος το ψύχος, όσον ο διάβολος τον σταυρόν, ηρώτα τους διαβάτας διηνεκώς. — Γεννάρης κι' απέ Μάις; — Φλεβάρης κι' απέ Μάις; — Μάρτης κι' απέ Μάις; ούτω και η γρηά ανέμενεν ανυπομόνως τον Μάιον, τον χαριέστατον αυτόν μήνα, κατά την εποχήν του οποίου όχι μόνον δεν κρυώνουν τα κατσικάκια, αλλά τα κουρεύουν μάλιστα και πωλούν το μαλλί των!. .

Ο Φλεβάρης είνε μην μεσήλιξ, υψηλός, εύρωστος, με μακράν υπόλευκον γενειάδα και κόμην άφθονον, καταπίπτουσαν ατάκτως επί των ώμων του. Φορεί το γαλάζιο σεγούνι και το λευκόν μάλλινον 'σωπάνι, απαραίτητα ενδύματα του γεωργού των χωρίων.

Να σου ειπώ· πίνεις; ηρώτησε μετ' ολίγον ο Μάρτης. Ο Φλεβάρης εξίστατο, τα έχανε. Τι αγαθή ψυχή; Τι καλή καρδιά!

Έπειτα ουδέποτε είχεν ακούσει να δανείζουν ημέρας οι μήνες· έπειτα, δεν είχε και πεποίθησιν αν ο Μάρτης ήτο άξιος εμπιστοσύνης. — Λοιπόν μου της δίνεις; είπεν ο Μάρτης, διακόπτων τας σκέψεις του· θα τον προσβάλουμε όσο δεν του πρέπει. Αυτό ήθελε και ο Φλεβάρης.