United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν εσταμάτα όπως αναπνεύση, οι ψάλται επανελάμβανον εν χορώ τους τελευταίους στίχους· έπειτα ο Νέρων με μίαν κίνησιν ανέρριψεν επί των ώμων του την τραγικήν ποδήρη εσθήτά του, εχόρδισε μίαν συμφωνίαν και έψαλλεν. Όταν ετελείωσεν ο ύμνος, ήρχισε να αυτοσχεδιάζη, αναζητών μεγάλας μεταφοράς εις την εικόνα την ανελισσομένην ενώπιόν του. Και το πρόσωπόν του ολίγον κατ' ολίγον ήλλαξαν έκφρασιν.

Κ' ενώ ταύτα εσκέπτετο, έστρεψε πέριξ αναζητών διά του βλέμματος το μέρος, όπου ήτο δυνατόν υπάρχη οίνος, ως ο διψών αναζητεί την πηγήν, και: — Ακούς τι λέει· αρκεί να βρίσκεται είπε λείχων ευχαρίστως τα χείλη. — Κάτι βρίσκεται, μα θέλει σήκωμα το βαρέλι. — Εμπρός! Ο Φλεβάρης είνε δυσκίνητος, οκνός, ως τον λέγουν οι συνάδελφοί του, αλλά χάριν, του οίνου επήδησεν επί του βαρελιού μ' ευκολίαν.

Ήτο καιρός ν' αποφύγω το επίμονον φως του μαύρου αστέρος, όστις εδέσποζεν εις τον στενόν ορίζοντά μου, και καθίστα μαύρον τα σώμα μου και την σκιάν μου λευκήν. Και εστράφην έντρομος προς τα οπίσω, αναζητών οδόν φυγής, ότε ιδού και πάλιν το παράδοξον Φάσμα ορθούται ενώπιόν μου υπερήψηλον. Και ακούω λαλιάν, από μυστήριον γεμάτην: — Πού φεύγεις, πριν ακόμη ακούσης και πριν ίδης; Ελθέ μετ' εμού.

Αφού οι Αιγύπτιοι είπον ότι η νήσος είναι πλωτή, προσέθηκαν την εξής διήγησιν· η Λητώ, μία εκ των οκτώ πρώτων θεών, διέμενεν εις την νήσον Βουτώ, εις ταύτην δε την Λητώ ενεπιστεύθη η Ίσις τον Απόλλωνα, τον οποίον διέσωσεν εκείνη κρύψασα εις την νήσον ήτις καλείται σήμερον πλωτή, ότε έφθασεν ο Τυφών, αναζητών πανταχού και θέλων να εύρη τον υιόν του Οσίριδος.

Ημέραν τινά βοσκός τις απώλεσεν επί των ορέων της Λακωνικής ερίφιόν τι εκ της αγέλης του. Αναζητών αυτό μεταξύ των φαράγγων και δρυμών, έφθασεν εις κρημνώδες τι μέρος, δι' ου δεν είχεν άλλοτε διαβή, και παρετήρησεν ότι το έδαφος εκρότει υποκώφως υπό τους πόδας του. Ερευνήσας μετά προσοχής ανεκάλυψε βαθείαν οπήν κρυπτομένην υπό τινας θάμνους. Έρριψε λίθον· μόλις ήκουσε τον κρότον της πτώσεως.

Και ενώ η γραία εκστατικώς και απορούσα ίστατο εκεί προ του καθρέπτου, μη χορταίνουσα να βλέπη την αχόρταστον εκείνην μορφήν, ηκούσθησαν αι χαρμόσυνοι φωναί των ποιμένων έξω, οίτινες τόσον εύμορφα προ της πυράς εγευμάτιζον, και είτα η φωνή του παιδός, όστις έκραξεν αναζητών: — Καλή χρονιά, θεια Μυγδαλίτσα. Έλα να φάμε, να σου πούμε και για το καράβι.

Ο ούτω ιδών το φως Κιβίλης, βαρέως πληγωθείς τριάκοντα μετά ταύτα έτη κατά την πολιορκίαν της Ρουέννης, ετάφη μετά σωρού άλλων νεκρών και διέμεινε πάλιν υπό την γην επί ολόκληρον ημέραν, μέχρις ου ο αναζητών το πτώμα του πιστός υπηρέτης εξέθαψεν αυτόν ζώντα ακόμη και μέλλοντα ν' αποδυθή εις νέους μετ' ολίγον αγώνας.

Αλλά τέλος, μη δυνάμενος πλέον να υπομείνω την αγωνίαν αυτήν της αμφιβολίας, έκανα ένα βήμα προς τα εμπρός με προφύλαξιν και με τεταμένους τους βραχίονας, τα μάτια γουρλωμένα, αναζητών μίαν ασθενή ακτίνα φωτός. Έκανα πολλά βήματα, αλλά το παν δεν ήτο παρά σκότος και χάος. Ανέπνευσα ελευθερώτερα, διότι μου εφάνη ότι η τύχη, η οποία μου επεφυλάσσετο, δεν ήτο ίσως η χειροτέρα πάσης άλλης.

Ενόμιζα λοιπόν ότι οι Κελτοί εξεικόνιζον ούτω τον Ηρακλήν διά να υβρίζουν τους θεούς των Ελλήνων και να εκδικηθούν κατά του Ηρακλέους, διότι επέδραμέ ποτε και ελεληλάτησε την χώραν αυτών, όταν αναζητών τας αγέλας του Γηρυόνου διέτρεξε τας πλείστας εκ των δυτικών χωρών. Αλλά παρέλειψα να αναφέρω το παραδοξότατον χαρακτηριστικόν της εικόνος.

Του εφαίνετο, ότι είχεν ακούσει τον θόρυβον συνδιαλέξεως, αλλ' όταν ήνοιξε τους οφθαλμούς, η Λίγεια δεν ήτο πλέον πλησίον του. Ο Ούρσος σκυμμένος προ της εστίας ανεκίνει την φαιάν τέφραν αναζητών ανημμένην ανθρακιάν, έπειτα υπεδαύλισε τα κάρβουνα και το φύσημα των πνευμόνων του είχε την δύναμιν φυσητήρος. Ο Βινίκιος του εφώναξεν: — Ε, δούλε!