United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό με εξέπληξε πολύ περισσότερον, μην ηξεύροντας τι να στοχασθώ δι' αυτά που έβλεπα· και εκεί που τοιαύτης λογής εστοχαζόμουν, γυρίζω τα μάτια μου προς το παλάτι, και βλέπω εις ένα παράθυρον μίαν ωραιοτάτην κυράν, που μου έκανε νόημα να υπάγω εις αυτήν.

— Ο Θεός με όλους μας, κυρ Γεωργάκη μου. — Εμπρός παιδιά, ανέκραξα, και ηρχίσαμεν να τρέχωμεν. Μου εφάνησαν αιώνες τα ολίγα εκείνα λεπτά, μέχρις ου φθάσω εις την όχθην! Η εμφάνισίς μας εξέπληξε τους εχθρούς και επί τινας στιγμάς δεν ηκούσθησαν τουφεκισμοί εκ του υψώματός των. Αλλ' ήσαν στιγμαί μόνον διακοπής και επηκολούθησε κρότος πυκνός πυροβολισμών και εκ των δύο πλευρών της φάλαγγος.

Η απότομος και άνευ οιαςδήποτε προεισαγωγής έκφρασις της επιθυμίας ταύτης του καθηγητού εξέπληξε δυσαρέστως μάλλον τον γέροντα. Η αίτησις αυτή καθ' εαυτήν δεν τον εξέπληξε, καθόσον η ωραιότης της νεωτέρας των θυγατέρων του τον είχε πολλάκις ήδη εκθέσει εις την ανάγκην του ν' απορρίψη τοιούτου είδους προτάσεις, ουδέποτε όμως ούτω απ' ευθείας υποβληθείσας.

Επειδή η καρδία μου πάντοτε ανοίγει λιγάκι όταν την βλέπω, εμένα, εστάθηκα πίσω από την καρέκλα της, και μόλις μετά τινα καιρόν παρετήρησα ότι δεν μου ωμίλει τόσον ανοικτά, ως άλλοτε, και με κάποια στενοχώρια. Τούτο με εξέπληξε.

Αποφασίσας άρα να μη υστερήση, ήλθε τρέχων, πνευστιών, εύθυμος, με τρόπον όστις εξέπληξε πάντας τους ιδόντας, και γονυπετών προ των ποδών του Ιησού εφώνησε: «Διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω

Με όλα αυτά εξέπληξε προκαταβολικώς τους θεατάς και ενέπνευσεν εις αυτούς υπερβολικάς ελπίδας• αλλ' επειδή έπρεπε τέλος πάντων και να τραγουδήση και να παίξη κιθάραν, ήρχισε να κρούη κάτι τι χωρίς αρμονίαν, κάτι συγκεχυμένον, έσπασε δε και τρεις συγχρόνως χορδάς, διότι έπληξε δυνατώτερον του δέοντος την κιθάραν.

Αμέσως τους γδύσανε τσιτσίδι σαν μαϊμούδες, καθώς και τη μητέρα μου, τις κυρίες της τιμής και μένα. Είναι κάτι αξιοθαύμαστο η προσοχή με την οποία αυτοί οι κύριοι γδύνουν τον κόσμο. Αλλ' ότι μ' εξέπληξε περισσότερο ήτανε, που βάλανε σε όλους μας το δάχτυλο σ' ένα μέρος, όπου μεις δεν αφήνομε συνήθως να μας βάλουν άλλο τίποτε από το σερβιτσάλι.

Ο Βινίκιος ήρπασε έν εξ αυτών και έπιε το ήμισυ του περιεχομένου. — Ευχαριστώ, είπε· σηκώσατέ με εις τους πόδας μου· θα υπάγω μακρύτερα μόνος μου. Ο είς εκ των εργατών τω επέχυσεν ύδωρ επί της κεφαλής και αι δύο τον έφερον προς τους συντρόφους των. Τον περιεστοίχισαν ερωτώντες αυτόν αν ήτο τραυματισμένος σοβαρώτερον. Η προθυμία αύτη εξέπληξε τον Βινίκιον. — Τίνες είσθε; ηρώτησε.

Η φοβερά επισημότης, η σκιά, ούτως ειπείν, της επερχομένης καταδίκης, το υπονοούμενον «πολύ αργά», χαρακτηρίζουσι την αφήγησιν ταύτην ην διετήρησεν ημίν μόνος ο ιερός Λουκάς. Και τούτο φαίνεται να εξέπληξε τα πνεύματα όλων των ακουόντων Αυτού. Ούτοι είχον προσδοκίαν, έμφοβον ή χαρμόσυνον κατά την κατάστασιν της ιδίας συνειδήσεώς των, μεγάλου τινός.

Η παρουσία του εις Νεοχώρι μ' εξέπληξε κατά πρώτον, αλλ' ενθυμήθην αμέσως ότι είχε κτήματα εκεί. Διέβην ενώπιον του και επροχώρησα χωρίς να με αναγνωρίση. Που να γνωρίση υπό την χωρικήν ενδυμασίαν μου του φίλου του τον υιόν ! Ενώ διέβαινα έμπροσθέν του εδίστασα, να γνωρισθώ ή όχι; Καλλίτερον όχι, και επροχώρησα. Αλλά μετ' ολίγα βήματα μετενόησα.