United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το σημαντικώτερο μέρος του στρατού είταν η καβαλλαρία. Διάλεγαν τους πιο παλικαρήσιους για το ιππικό και με μεγάλη τέχνη τους γύμναζαν. Είταν κατάφραχτοι αυτοί, αρματωσιά δηλαδή ολόσωμη με κοντάρι. Το πεζικό δεν είταν και περίφημο.

Έλα κοντάμου, παληκάρι, στης Αρκαδιάς τα δάση απάνου, έλα!» Ο Αργύρης θυμώνει, βρίζει, σκούζει, μα ήταν αδύνατο πράμα, και δεν έτυχε νάχη αρματωσιά στο σεχαχλίκι του, για να μπορέση ναντισταθή. Έδοσε μια ο Μπέης, τον άρπαξε στην αγκαλιά του· τον κάθησε πισωκάπουλα στ' αράπικο τάτι του. Εκάρφωσε τα σπερούνια στα πλεβρά ταλόγου, έκαμε τάτι φτερά και δώθε παν οι άλλοι.

Λέγουν πως τοιμάστηκε τότες να ξανακάμη το κατόρθωμα του Ξενοφώντα με τους Μύριους, κι αυτό σα να μας δείχνη πως και στους πολέμους κατά τα βιβλία πήγαινε. Δεν είταν όμως γραφτό του. Μια μέρα, εκεί που του χτυπούσαν οι Πέρσοι την πισοφυλακή του, όντας και μεγάλη ζέστη, καβαλλικεύει δίχως την αρματωσιά του και τρέχει στη μάχη. Τούρχεται μια κονταριά στην κοιλιά, κι αυτό είταν το τέλος του.

Ο σκληρόψυχος ο Πύρρος, οπού η μαύρη αρματωσιά του, σκοτεινή 'σάν την ψυχήν του, ήταν όμοια με την νύχτα 'πού ξενύχτησε κρυμμένοςτο τετράποδο της μοίρας , τ' ολομέλανο έχει τώρα φοβερόν ανάστημά του με ιστορίσματα γραμμένο, οπού τρόμον άλλον πνέουν.

Τάστρεξε αυτά ο Κωστάντιος, τα λογάριασε όμως δίχως το λαό του, που αρματωμένος πια τώρα με της ορθοδοξίας την αρματωσιά μήτε να τους ακούση δεν ήθελε τους Αρειανούς, μόνο ακολουθούσε με πίστη τον ατρόμητο τον Αθανάσιο. Δεν είταν πια τώρα εξορία ο Ιεράρχης· τον έφερε στην αυλή του ο νεώτερος Κωσταντίνος άμα ανέβηκε στο θρόνο της Γαλατίας.

Κάτω στο καρνάγιο καμαρωτό και περήφανο, έτοιμο να πέση στη θάλασσα, με την αρματωσιά του λεβέντικη, στεκότανε απάνω στα σκαριά, ένα καινούριο μπρίκι. Έλεγες πως ζητούσε να ξεφύγη μόνο του από τα σκαριά, να γλυστρήση στο γιαλό και να σχίση τη θάλασσα. Η καρδιά του Μοναχάκη λαχτάρησε. — Νάχω την ευχή του πατέρα μου! Να την η νύφη που μου πρέπει. Καλή και μπιστεμμένη, άξια και ώμορφη.