United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τάστρεξε αυτά ο Κωστάντιος, τα λογάριασε όμως δίχως το λαό του, που αρματωμένος πια τώρα με της ορθοδοξίας την αρματωσιά μήτε να τους ακούση δεν ήθελε τους Αρειανούς, μόνο ακολουθούσε με πίστη τον ατρόμητο τον Αθανάσιο. Δεν είταν πια τώρα εξορία ο Ιεράρχης· τον έφερε στην αυλή του ο νεώτερος Κωσταντίνος άμα ανέβηκε στο θρόνο της Γαλατίας.

ΟΡΑΤΙΟΣ Και όμως ως ζω και υπάρχω τούτ' είναι η μόνη αλήθεια, Κύριε σεβαστέ μου, κ' είπαμεν ότι μας επρόσταζε το χρέος να σου τα κάμωμε γνωστά. ΑΜΛΕΤΟΣ Τωόντι, ω φίλοι. Αλλά το πράγμα με ταράζει. Θα φρουρήτε απόψε; ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Κύριε, θα φρουρούμε. ΑΜΛΕΤΟΣ Αρματωμένος λέγετε; ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Αρματωμένος, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Όλος από την φτέρναντην κορφήν;

Ήτο ένας ροδόξανθος και ροδοκόκκινος νέος. Καβάλλα εις άσπρο εύμορφον άλογον, στολισμένον με χρυσαίς φούνταις εις το στήθος. Αρματωμένος ο άγιος με όλα τα άρματά του τα ολόχρυσα. Χρυσοπράσιναις δόξαις άστραφτεν ο θώρακάς του. Κόκκινη, βασιλική, η σέλλα του αλόγου. Με το ασημένιο το κοντάρι του, το μακρύ, μ' ένα μαλαμματένιον σταυρόν εις την άκρην επάνω. Τροπαιοφόρος και ρωμαλέος ο άγιος.

Μον τώρα ελάτε, κι' ότι εγώ σας πω ας το κάνουμε όλοι. 75 Τ' άλογα στο χαντάκι ομπρός οι παραγιοί ας βαστάξουν, κι' εμείς πεζοί με τ' άρματα παραταγμένοι ας πάμε μαζί όλοι με τον Έχτορα αχώριστοι· οι Αργίτες δε θα σταθούν αν πια θεών τους κυνηγάει κατάραΕίπε κι' εκείνου τ' άρεσε ο γνωστικός ο λόγος, 80 και πήδησε απ' τ' αμάξι εφτύς αρματωμένος χάμου.

Είπε, κι' ο λόγος δάγκασε τον Έχτορα στα σπλάχνα, και πήδηξε οχ' τ' αμάξι εφτύς αρματωμένος χάμου, και σιώντας τα διο στομωτά κοντάρια, ολούθε τρέχει 495 δίνοντας θάρρος, κι' άναψε πεισματωμένη μάχη. Γυρνάν οι Τρώες, τους οχτρούς με θάρρος αντικρύζουν, μα αχώριστοι κι' οι Δαναοί βαστούν και δεν τσακάνε.

Κ’ είναι πλασμέν’ η ασπίδα του μ’ έν’ άξιον τρόπο: άντρας αρματωμένος τα σκαλιά ’νεβαίνει σκάλας σε πύργο εχθρών, που θέλει να τον πάρη, κι αυτός με χαραμμένα γράμματα φωνάζει πως ουδ’ ο Άρης θα τον βγάλη απ’ τους πύργους. Στείλε λοιπόν και κατ’ αυτόν ένα να ’ν’ άξιος από ζυγό σκλαβιάς να σώζη αυτή την πόλη.

Τον καιρό όπου περνούσε η Βασιλική πομπή, κει κάτω στον άλλο δρόμο που ο Γκορνεβάλης κι' ο ιπποκόμος του Καερδέν φύλαγαν τ' άλογα των κυρίων τους, παρουσιάστηκε ξαφνικά, ένας ιππότης αρματωμένος: Μπλεχερή τον έλεγαν. Αναγνώρισε από μακρυά τον Γκορνεβάλλη και το οικόσημο του Τριστάνου. «Τι είδα σκέφτηκε.

Και προς αυτόν απάντησεν ο συνετός Λαέρτης· 375 «Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων·, αχ! με κείνο το στήθος, 'πού 'χα ότ' έρριξα τους πύργους της Νηρίκου. 'ς άκρη θαλάσσης, αρχηγός εγώ των Κεφαλλήνων, να ήμουν χθεςτο σπίτι μας κοντά σου αρματωμένος, πολεμιστής και τιμωρός των ασεβών μνηστήρων, 380 θα 'βλεπες πόσων απ' αυτούς τα γόνατα να λύω αρκετός ήμουν, και χαρά θα λάμβανε η ψυχή σου».

Από τα τώρα οι Φοίνικες άρχισαν να τον τρέμουν, οι Φοίνικες που κατοικούν στην άκρη της Λιβύας στη χώρα την απλόστρωτη κατά τη δύση του ήλιου. Οι Συρακούσιοι κρατούν τα δόρατά τους τώρα κ' οι ασπίδες από ξύλο ιτιάς τα χέρια τους βαραίνουν. Ανάμεσα σ' όλους αυτούς περήφανος ο Ιέρων σαν τους αρχαίους ήρωας αρματωμένος είνε· την περικεφαλαία του τρίχες αλόγου ησκιώνουν.

Αρματωσά χρυσή ήρθε αρματωμένος, θεόρατη αριστούργημα· τέτια άρματα δεν πρέπει 440 άντρες ναν τα φορούν θνητοί, μόνε οι θεοί οι αιώνιοι. Μα τώρα εμένα σύρτε με στα γοργοδρόμα πλοία, ή με τριχιά εδώ δέστε με κι' αφίστε με δεμένο, ως που να πάτε ως στο στρατό και να με δοκιμάστε, :σας τάπα εγώ απαράλλαχτα τα πάντα ή δε σας τάπα445