United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και δεν κελάδησαν πουλιά, δεν άνθισαν οι κλάδοι, γλυκόπνοη της άνοιξης δε σκόρπισε η ευωδιά, ήταν φθινοπωριάτικο στο πέρασμά σου βράδυ, και μόνο τ' άυλα ρόδα του κρεμούσαν στα κλαδιά. Και παίξαν και στην κόμη σου κρεμάσαν ολογύρα, κι ήταν από τα μάτια σου σα να έσταζε το φως· και πέρασες, δε στάθηκες· μα στην ψυχή μου πήρα ό τι στην ώρα ο πόθος της λαχτάρησε κρυφός.

Και της έταξε, λέει, ο Κωσταντής πως ό,τι κακό κι αν τους έρθη, θα πάη αυτός να τη φέρη πίσω, κ' έτσι σύχασε, λέει, η καρδιά της. Ως τόσο ακούγω σύρτα φέρτα από τώρα μες στην αυλή τους. Περμ. Χμ! Έβγα τρέχα μην τύχη και σε ξεχάσουν, που ψυχή δεν αφίνεις απείραχτη μες στη γειτονιά. Τρέχα, και τα λαχτάρησε η κερά Δέσπω τα μούτρα σου. Άλλη έννοια, βλέπεις, δεν είχε κι άλλη χολή τέτοια μέρα. Πιπ.

Κάτω στο καρνάγιο καμαρωτό και περήφανο, έτοιμο να πέση στη θάλασσα, με την αρματωσιά του λεβέντικη, στεκότανε απάνω στα σκαριά, ένα καινούριο μπρίκι. Έλεγες πως ζητούσε να ξεφύγη μόνο του από τα σκαριά, να γλυστρήση στο γιαλό και να σχίση τη θάλασσα. Η καρδιά του Μοναχάκη λαχτάρησε. — Νάχω την ευχή του πατέρα μου! Να την η νύφη που μου πρέπει. Καλή και μπιστεμμένη, άξια και ώμορφη.

Γιατί μαθές στη Σκιάθο; Χαθήκανε τα κορίτσια στη Σκόπελο; — Δεν έχομε μαθές, Μοναχάκη, κορίτσια στο Σκόπελο; Οι Σκιαθίτισσες πλιο σου πήρανε την καρδιά σου; Ο Μοναχάκης χαμογέλασε. — Καλό και άξιο το Σκόπελο και τα κορίτσια του. Μα το ταίρι που θέλει ο Μοναχάκης δε βρίσκεται στο Σκόπελο. Σα βγήκε στη Σκιάθο ο Μοναχάκης, η καρδιά του λαχτάρησε.

Εσύ που συντροφεύεις τον καλό μου και νανουρίζεις τον ύπνο του, για πες μου πού βρίσκεται, για να πάω να τονέ βρώ. Το αηδόνι ξαναλάλησε με καλοσύνη: — Κάθε νύχτα ο καλός σου σηκώνεται απ' το χώμα, φεύγει μακρυά και με την αυγή ξαναγυρίζει. Η όμορφη χήρα λαχτάρησε από αγάπη. — Για πες μου, καλό πουλί, του ξαναείπε. Εσύ που βλέπεις μακρυά, απ' το ψηλό κλαδί σου, για πες μου, πού πάει ο καλός μου;

Μα εννοώ το διάβασμα το συστηματικό, ταναπόφευγο, το φυσικό εκείνο το κόλλημα της ψυχής με το βιβλίο που βλέπουμε μέσα στο Λαό που μας φιλοξενεί και τους δυο μας, και καταντάει πια να θρέφεται ο νους τους διαβάζοντας καθώς το κορμί τους ανασαίνοντας ή τρώγοντας, που το γυρεύει, ταπαιτεί, το κυνηγάει η ψυχή τους. Αυτό λοιπόν το διάβασμα ο Ρωμιός μήτε το λαχτάρησε ακόμα, μήτε τονειρεύτηκε.