United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν έβρασε ο πετεινός και κάθισαν στο τραπέζι να φαν, ο Ξενιτεμένος μας έβγαλε από το σακκούλι του τα τρία ψωμιά, που τούχε δώσει ο αφεντικός του, και κόβοντας τα στη μέση, ηύρε στο καθένα από εκατό φλωριά, ήτοι όλους τους μιστούς των είκοσι ενός χρόνων πούχε δουλέψει! Όταν απόφαγαν, έκαναν το σταυρό τους και πλάγιασαν, ο Ξένος από τη μια τη μεριά και η γυναίκα του από την άλλη, μαζύ με τον νέο.

Είπε• και ο ήλιος έκλινε, κ' έφθασε το σκοτάδι, 225 και εις τ' άντρο το καμαρωτό παράμεσα συρμένοι οι δύο πλάγιασαν μαζή, και την φιλιά χαρήκαν.

Αυτά 'πε• και ταις δούλαις της παράγγειλ' η Ελένη να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω, και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς, να 'χουν να ταις φορέσουν. κ' εκείναις απ' το μέγαρον εβγήκαν, κ' εβαστούσαν 300 φως εις τα χέρια, κ' έστρωσαν• και ο κήρυκας τους ξένους έμπασε, καιτον πρόδομον αυτού πλαγιάσαν κείνοι, ο ήρωας Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης• και ο Ατρείδης εις τ' απόκρυφα του δόμου, και σιμά του η Ελένη η μακροπέπλωτη, η αταίριαστη γυναίκα. 305

Κι ο Συμεών, αγριεμμένος, ταραγμένος, απόμεινε μ' ανοιχτό στόμα, κάμνοντας το σταυρό του. — Μας έκλεψαν και δε μας έκλεψαν, πες... Ας είνε. Ας τ' ακούση και του λόγου του από δω, δεν πειράζει. Εκείνοι οι δυο χωριάτες απάνω απ' το Καψί, που πλάγιασαν εδώ χτες νύχτα, έκατσαν ίσα με το γιόμα. Ο ένας έκανε τον ανήμπορο.

Κι' έχυναν όλοι τους κρασί οχ τα ποτήρια χάμου, 480 μηδέ πριν τόλμησε να πιει κανείς τους, πριν να στάξει λιγάκι πρώτα του δεινού βροντοτινάχτη Δία. Πλάγιασαν τέλος να χαρούν και μια σταλιά τον ύπνο. Κι' η κροκοστόλιστη η Αβγή φωτούσε κάθε στράτα, κι' έκραξε των θεών βουλή ο βροντορήχτης Δίας ψηλά ψηλά στον Έλυμπο με τις πολλές ραχούλες.

Κι' ο ήλιος σα βασίλεψε και πήρε το σκοτάδι, 475 τότες στου ξύλου πλάγιασαν κοντά το παλαμάρι. Κι' έφεξε η ροδοδάχτυλη νυχτοθρεμένη Αβγούλα, και τότες πια τα πρύμισαν πίσω να παν στον κάμπο.