United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου διά να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα όσον και τα μικρά παιδία. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπεν να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τράγων!

τα θρονιά, ταις χλαίναις αποθέσαν· κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, 250 χοίρους θρεφτούς και δάμαλην και, αφού τα σπλάχνα ψήσαν, τα μοίραζαν και το κρασί συγκέρναντους κρατήραις. ο χοιροτρόφος έδιδε τριγύρω τα ποτήρια, τον σίτον ο Φιλοίτιος, ο άρχος των ανθρώπων, μέσατα ωραία κάνιστρα· κ' εκέρνα ο Μελανθέας· 255 και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν.

Ήγοντο εκεί χοροί και πανηγύρεις· δρόσος και αναψυχή και χάρμα εβασίλευεν. Εθύοντο αρνία και ερίφια, και σπονδαί εγίνοντο πυροξάνθου ανθοσμίου. Ετελούντο αγώνες αμίλλης, δισκοβολίαι και άλματα. Έπληττε τας πραείας ήχους ο φθόγγος του αυλού και της λύρας, συνοδεύων το έρρυθμον βήμα των παρθένων προς κύκλιον χορόν. Και ξανθαί, ερυθρόπεπλοι βοσκοπούλαι επήδων, επέτων, εκελάδουν.

Και τρίτος ο Φιλοίτιος, άρχος ανδρών, τότ' ήλθε, 185 κ' έφερνε στείραν δάμαλην κ' ερίφια των μνηστήρων. απ' την αντίκρυ στερεά τους πέρασαν περάταις, 'που κροβοδούν κάθ' άνθρωπον οπόταν τους ζητήση. εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω κ' επήγετον χοιροβοσκό σιμά και τον ερώτα· 190 «Χοιροβοσκέ, ποιος είν' αυτός ο ξένος, 'που τώρ' ήλθε εις το παλάτι μας; και ποιών ανδρών καυχάτ' ότ' είναι γέννημ' αυτός; ποιαν γενεάν και ποιαν έχει πατρίδα; ο άμοιρος! και φαίνεταιτην όψι βασιλέας. αλλ' αφανίζουν οι θεοί τους περιπλανωμένους, 195 όταν τους κλώσουν συμφοραίς, και βασιλείς αν είναι».

Μερικά όμως εξ άλλου είνε απλώς παράλογα και αηδή, ως όταν κακίζει και καταισχύνει και επιβάλλει σιωπήν εις τους θέλοντας να τον διδάξουν· ή επιπλήττει τον Ιωσήφ· ή μεταμορφόνει τους παιδικούς συντρόφους του εις ερίφια.

Και αφού έβγαλε τα πασουμάκια της, τα οποία εξερχομένη από την γούρναν είχε φορέσει, και τα έρριψε μέσα στο καλάθι, άρχισε ν' αναρριχάται ελαφρά πατούσα, ανυπόδητη, με το καλάθι της περί τον αριστερόν αγκώνα, με το ραβδί της εις την χείρα την δεξιάν, τον κρημνόν τον ανωφερή, όπου μόνον τα ολίγα ερίφια, όσα ήσαν μεταξύ των προβάτων του Λυρίγκου, θα ηδύναντο ν' αναρριχηθώσι.

Και την περιφρονητικήν ταύτην ιδέαν εσχημάτισαν, υποθέτω, διότι οι κατάσκοποι των ανήγγελλον αλλόκοτα περί του στρατεύματος αυτού, ως λόγου χάριν ότι η φάλαγξ και οι λόχοι αυτού απετελούντο από γυναίκας παράφρονας και μαινομένας, στεφανωμένας με κισσόν, ενδεδυμένας με δέρματα νεαρών ελάφων και ωπλισμένας με μικρά δόρατα χωρίς σιδηράν αιχμήν, από κισσόν κατεσκευασμένα και αυτά, και μικράς ασπίδας ελαφράς αι οποίαι εβόμβουν και μόνον αν τας έψαυε κανείς, — διότι ως ασπίδας εξελάμβανον τα τύμπανα. — Ηκολούθουν δε μόνον ολίγοι νέοι αγροίκοι και γυμνοί, οίτινες εχόρευον κόρδακα και είχον ουράς και κέρατα όπως τα μικρά ερίφια.