United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς λέγεις; Ηρώτησεν ο Σιμμίας. Αυτό οπού λέγω, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης είναι ωσάν τα εξής· η παράστασις του ανθρώπου είναι βέβαια άλλη και η παράστασης της λύρας άλλη. Και πώς όχι; Είπεν ο Σιμμίας.

Δεν ηξεύρεις λοιπόν ότι οι αγαπητικοί, όταν ίδουν λύραν, ή φόρεμα, ή κανέν άλλο πράγμα, από εκείνα τα οποία οι αγαπημένοι των συνηθίζουν να μεταχειρίζονται, παθαίνουν το ακόλουθον πράγμα; Λαμβάνουν γνώσιν της λύρας και σχηματίζουν εις τον νουν των την μορφήν του ανθρώπου, εις τον οποίον ανήκει η λύρα· τούτο δε είναι ξαναενθύμησις.

Όθεν, ότε οι Αργείοι είχον πόλεμον κατά των Σπαρτιατών, η Τελέσιλλα κατώρθωσε να σχηματίση τάγμα εξ Αργείων γυναικών, και τεθείσα επί κεφαλής αυτού, συνηγωνίσθη ανδρείως μετά των συμπολιτών της, εξάπτουσα την φιλοπατρίαν και την γενναιότητα αυτών διά τε της ποιητικής λύρας και διά του ιδίου αυτής παραδείγματος.

Διότι λέγει ότι το έν διιστάμενον προς εαυτό συμφωνεί προς εαυτό, όπως η αρμονία τόξου ή λύρας . Αλλ' είνε εντελώς παράλογον να λέγεται ότι η αρμονία είνε διάστασις ή και ότι συνίσταται από διιστάμενα στοιχεία.

Τοιαύτα λέγουσα κατώρθωσε τέλος πάντων να ελκύση την εύνοιαν των ακροατών της, ως ηδυνήθη και ο Ορφεύς διά της λύρας του να συγκίνηση τους λίθους.

Μετά καιρόν ο Νέανθος, ο υιός του τυράννου Πιττακού μαθών την ιστορίαν της λύρας, ότι κατεγοήτευε και θηρία και φυτά και λίθους, εξηκολούθει δε και μετά τον θάνατον του Ορφέως και χωρίς κανείς να την εγγίζη να εκπέμπη μελωδίας, επεθύμησε να την σφετερισθή• και δωροδοκήσας διά πολλών χρημάτων τον ιερέα, τον έπεισε να του δώση την λύραν του Ορφέως και εις την θέσιν της να βάλη άλλην λύραν ομοίαν.

Είναι στιγμές όπου μας πληγώνει με μια τερατώδη μουσική. Ναι, κι όταν μόνο σπάζοντας τις χορδές της λύρας του μπορή να βγάζη μουσική, την σπάζει και κροτούνε παράφωνα, και καμμιά φορά Αθηναϊκός τέττιξ βγάζοντας μελωδία από τρέμουλα φτερά δεν κάθεται πάνω στο φίλντισι για να κάνη την κίνηση τέλεια ή λιγώτερο τραχύ το διάλειμμα. Ωστόσο ήταν μεγάλος.

Ήγοντο εκεί χοροί και πανηγύρεις· δρόσος και αναψυχή και χάρμα εβασίλευεν. Εθύοντο αρνία και ερίφια, και σπονδαί εγίνοντο πυροξάνθου ανθοσμίου. Ετελούντο αγώνες αμίλλης, δισκοβολίαι και άλματα. Έπληττε τας πραείας ήχους ο φθόγγος του αυλού και της λύρας, συνοδεύων το έρρυθμον βήμα των παρθένων προς κύκλιον χορόν. Και ξανθαί, ερυθρόπεπλοι βοσκοπούλαι επήδων, επέτων, εκελάδουν.

Επί μίαν στιγμήν έμεινεν ακίνητος, ως να ανέμενε να εμπνευσθή, έπειτα πλήξας τας χορδάς ήρχισε: «Με την φωνήν της θείας λύρας, εκάλυψες τας προσευχάς, τας κραυγάς, τους στεναγμούς, αναίσθητε Σμινθεύ! Αλλά και σήμερον ακόμη ο οφθαλμός, ως άνθος, το οποίον εκάλυψαν σταγόνες δρόσου, πληρούται δακρύων· ω θλίψις!

Άλλοτε, εξ εναντίας, του ήρχετο μία υπερβολική ευθυμία, ως παροξυσμός τρέλλας· και κρατούμενος από κλάδον εχοροπήδα, προσπαθών να μιμηθή με το στόμα τον ήχον της λύρας, ή κατεδίωκεν άνευ λόγου τους τράγους και τας αίγας, από ανάγκην ακάθεκτον να τρέχη και να πηδά, να δαμάση μίαν ορμήν λάβρον, ένα αναβρασμόν χυμού νέας ζωής, όστις εκυκλοφόρει εις τας φλέβας του και ανέδιδεν ατμούς μέθης εις την κεφαλήν του.