United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι α δε βρίσκουνταν τέτοιος νοικοκύρης, το χάριζαν το χτήμα με τη βία σ' έναν από τους άλλους νοικοκυρέους! Αυτό είταν η λεγάμενη Επιβολή , και βρισκότανε στην ακμή της τον έχτο αιώνα. Τα ίδια πάθαιναν κ' οι εργάτες των χτημάτων, οι γεωργοί.

Έσυρεν από τη ζώνη το στυλέτο κ' εχύθηκεν απάνω στην αγάπη του την ώρα που το τσιμπούκι λίγο ήθελε να χωθή στην πέτρα. Άρπαξε τον Γιώργη από τα μαλλιά, πίσω εγύρισε το κεφάλι του και το στυλέτο άστραψε φιδόγλωσσα στο φως της ημέρας. Μα την ίδια στιγμή κύμα θεόρατο εκαβαλίκεψε την πρύμη, κεραυνός έσπασεν απάνω στον ανίερο βωμό κ' έρριξε μακριά τον θύτη από το θύμα του.

Κατόπι κάθισε ο Βασιλέας απάνω σ' ασπίδα, και τονέ σηκώσανε στον αέρα οι προύχοντες κ' οι συγκλητικοί να τονέ δείξουν του κόσμου. Ανεβαίνει τότες αξιωματικός στο κάθισμα κι αποθέτει στην κεφαλή του μαλαματένιο «μανιάκι», δηλαδή βραχιόλι, σημάδι κι αυτό να ξανασηκωθή ο λαός και να ζητωκραυγάση.

Τον βαλαν εκδόρια, μα η πνευμονία είχε προχωρήσει κιο γιατρός δεν είχε πολλές ελπίδες. Ο άρρωστος στην αγωνιώδη κατάσταση πούτονε βρήκε τη δύναμη να πη του γιατρού: — Εγώ, θαρρώ, γιατρέ, πως, α μου δώσουνε να πιώ τσικουδιά, θα με κάμη καλά. — Ο Θεός φυλάξοι! είπεν ο γιατρός. Σταλιά. Μήτε ρακή, μήτε κρασί. Ο Δριμομιχελής μουρμούρισε μια βλαστήμια.

Το μεσοτοίχι που επίστεψεν ακλόνητο εκείνος, έγινε μαγνάδι αέρινο στην ανίκητη θέλησι της γυναίκας. Την κονταυγή όταν ο καπετάνιος ξενυχτισμένος εβαρυροχάλιζε κάτω στην κάμαρη, εξέφευγεν αχτίνα εκείνη από το πλευρό του κ' ερχόταν να πλύνη μαζί μας το κατάστρωμα.

Όταν έφτασε στην ηλικία, που οι γονείς μπορούνε να καταγίνουνται με τα τέκνα τους, τον ακολουθούσανε πάντα δυο μάτια, δυο μάτια που χαιρόντανε στο κάθε κίνημά του, εννοούσανε και του δίνανε θάρρος σε κάθε λόγο του, καθρεφτίζανε κάθε κίνημα της τρυφερής κι αθώας ψυχής του καθαρότερα και καλήτερα παρότι θα το έκανε ο ίδιος.

Τους πολιορκώ. » Κ' εκείθετη Δομβραίνη » Τσακίζω το Μουστάμπεη. » Από το Τεπελένι. » Και γλήγωρατο Δίστομο » Σε 'μέραις φθάνω δύο.» « Το Γιώργη Βάγια πρόσταξα, » Το Γρίβα Γαρδικιώτη, » Να πιάσουνε τη Ράχωβα » Με πεντακόσιους άλλους. » Έρχεται ο Μουστάμπεης, » Κ' είχε σκοπούς μεγάλους: » Να τους αφήση κατά γης » Στην έφοδο την πρώτη » « Τρομάρα του!

Πώς στην αρχή γοητεύθηκε από την παράξενη αυτήν αμαρτία δεν μας το λέει· και το ημερολόγιο, όπου σημείωσε προσεκτικά ταποτελέσματα των φοβερών πειραμάτων του και των μεθόδων, που έβαλε σ' ενέργεια, είναι δυστυχώς για μας χαμένο.

Αυτήν την εικόνα, μάλιστα, η Νοέμι την αγαπούσε και μερικές φορές την αισθανόταν τόσο ζωντανή και αληθινή πλάι της που κοκκίνιζε και έκλαιγε λες και δέχτηκε την επίθεση ενός εραστή που είχε τρυπώσει κρυφά μες στην αυλή της.

Σα μεγάλο μαύρο όρνεον η γόνδολά μας παρεσύρετο σιγά σιγά προς την &Γέφυραν των στεναγμών&. Ξάφνου πολλές, πολλές λαμπάδες φάνηκαν στα παράθυρα και την μεγάλην σκάλαν του παλατιού, κ' ένα φως ωχρό και τρεμοσβύνον διέλυσε την σκοτεινιά. Ένα παιδάκι είχε ξεγλιστρήσει απ' τα χέρια της μάνας του και απ' το παράθυρο του τελευταίου πατώματος του υψηλού παλατιού γκεμίσθηκε στην σκοτεινή διώρυγα.