United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα εκείνη χύνεται στον κόρφο του, δε θέλει να σαλέψη από κοντά της. Κλαίει και μαργαριτάρια κυλούν από τα μάτια της· γελάει και δροσερά τριαντάφυλλα πέφτουν από τα μαγουλά της· στενάζει και στενάζει το παλάτι σα σπασμένη κιθάρα. Άμοιρη νια! θα μπορέσης τάχα ν' αλλάξης το πικρό μοιρογράφημα; Κάτω ξετυλίγεται απέραντο πανόραμα με λαγκαδιές, με κάμπους, με θάλασσες, και με χωριά.

Και το βλέμμα του έγινε πάλιν αόριστο, κάπως δειλό εστυλώθηκεν απάνω σε μια στάμνα που έστεκε σπασμένη στην αυλή, το μέτωπο εσούφρωσε κ' εκέρωσε, λέγεις κ' έβλεπε ασπίδα να προβάλη αποκεί. — Εσύ πατέρα πώς επήγες; Με τη μηχανή; τον ερώτησα. — Όχι, με την πέτρα σαν τους Καλυμνιώτες. Πού μηχανές στον καιρό μας! — Εγώ σαν μεγαλώσω θα πάω να το κόψω· είπα πεισματικά.

Ήτανε δειλός, αλλά τόση είναι η δύναμις της αγάπης, ώστε κάθε πρωί παραμόνευε για να σκοτώση το θερίο. Μολαταύτα σαν άκουγε από πολύ μακρυά το μουγκρητό του, ο ήρωας έφευγε. Εκείνη την ημέρα, ακολουθούμενος από τους τέσσερες συντρόφους του, ετόλμησε να γυρίση πίσω. Ηύρε τον δράκοντα σκοτωμένο, το νεκρό άλογο, την σπασμένη ασπίδα, και σκέφτηκε ότι ο νικητής θα πέθανε κι' όλα κάπου.

Είμαι τόσον λεπτή, ώστε μήτε η μητέρα μου δεν ημπορεί να με διακρίνη! Μίαν ημέραν δύο παιδιά του δρόμου ήλθαν και εσκάλιζαν εις το αυλάκι, όπου εύρισκαν πότε καρφία, πότε κανέν χάλκινον νόμισμα. — Ωχ! εφώναξε το έν παιδί, διότι η σακκορράφα του εκέντησε το δάκτυλον. Να μία σπασμένη βελόνη. — Με συμπάθειον, είπεν η σακκορράφα. Είμαι καρφίτσα! Αλλά δεν την ήκουσαν τα παιδιά.

Αν ήτον κοντή και χωρίς μέση: «Τι κουβάρι είν' τούτο, μαθές; πώς δεν την εξεδίπλωσε η μάννα της; ...» Αν ήτον καμμιά ψηλή κ' άγαρμπη: «Δε σας φαίνεται σα μανάλι με τη λαμπάδα σπασμένη.... που το πάει ο μπάρμπ' Αναγνώστης μπροστά απ' τον παπά, που θα πη το «Σοφία, ορθοί»; Αν επερνούσε κανένα ψηλό υποκείμενο: «Νύχτωσε, και δεν πρόφτασε να χτίση άλλο μισό.

Κρατούσε δίκανο και φώναξε: — Κιως επαέ, μωρέ γεβεντισμένοι, με ζυγώνετε για να με θάψετε ζωντανό; Τους λόγους τον ακολούθησαν δύο πυροβολισμοί. Κανείς δεν έπαθε τίποτε· αλλά κιο καταχανάς αποσύρθηκε από το παράθυρο. Ποιος όμως να μπη μέσα να δη τι απόγινε; Μόνο το βράδυ βράδυ πήρε αυτό το θάρρος ένας και βρήκε τον καταχανά πεθαμένο και δίπλα του μια κανάτα αδειασμένη και σπασμένη.

Ο Σαϊτονικολής εγέλασε, χωρίς να το θέλη, τούτο δε εξήψεν έτι μάλλον την χήραν και του είπε να συμμαζέψη το γυιό του, διότι και αν αυτή δεν είχε άνδρα, ήτο και μόνη ικανή να του τον στείλη καμμιά μέρα με σπασμένη την κεφαλή. Αφού είχαν δώση λόγο να πάρη την κόρη του Θωμά, τι ήθελε με τη θυγατέρα της; Εκτός αν τα χάλασαν, ότε ... το πράγμα ήτο διαφορετικόν.