United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ! . . . Πόσα είπες πως έχεις στο ντουλάπι του τοίχου; ΑΡΓΓΑΝ Είκοσι χιλιάδες φράγκα, αγάπη μου. ΜΠΕΛΙΝΑ Μη μου μιλής για χρήματα, σε παρακαλώ! Αχ! . . . Τι ποσόν αντιπροσωπεύουν τα δύο συναλλάγματα; ΑΡΓΓΑΝ Το ένα, φιλτάτη μου, τέσσερες χιλιάδες φράγκα και το άλλο έξη. ΜΠΕΛΙΝΑ Όλα τα χρήματα του κόσμου, αγάπη μου, είναι μηδέν μπροστά σε σένα.

Να την προσέχω σαν παιδί μου· ό τι ζητήση, να της το φέρω. Λέλα τι προστάζεις; Λέλα, θες να φύγω; Θες να μείνω, Λέλα, Λέλα, θες να πέσω κατά γης και γονατισμένος μέρες αλάκαιρες να σε προσκυνώ σαν εικόνα; Είναι σαν τρεμουλιαστό πουλάκι η γυναίκα. Μην πας και την ξαφνιάσης. Πρέπει μάννα της να γίνης, να της μιλής σιγά κρυφά, να της μάθης εσύ τα μυστήρια του κόσμου και της ψυχής.

Λέγε μου ωστόσο γέροντα που σου ταιριάζει πρώτα απ’ τους άλλους να μιλής: η αιτία ποια να ’νε που ήλθατ’ εδώ στεφανωτοί με δάφνης κλώνους; Για ένα κακό που πάθατε ή μήπως γι’ άλλο που προσδοκάτε; πρόθυμος να σας βοηθήσω. Γιατί θενά ήμουν άσπλαχνος αν δεν λυπούμουν αξιολύπητους όπως εσάς ικέτας.

Ναι κατά αλήθεια, απεκρίθη η Κατηγέ, κλαίοντας, ετούτο είναι νόστιμον διά να φανώ εις αυτόν ευχάριστη, εγώ δεν ηξεύρω, αν τούτο δ' εμέ ήθελεν είναι μία ευτυχία επειδή και ηξεύρω καλώτατα πως δεν θέλει μου είναι ποτέ ευτυχία το να έχω πάντα εμπρός εις τα μάτιά μου έναν άνθρωπον ωσάν αυτόν. Δεν πρέπει να μιλής, έτσι, της είπεν η αδελφή της.

Ούτε κανένας τόλμησε να μείνη, όταν ήρθεν, Αλλά ορθοί εστάθηκαν όλοι τους απαντίκρυ. Έτσι αυτός μεν κάθησεν εκεί απάν' 'ς τον θρόνο Η Ήρα όμως έμαθε, και είδε ότ' η Θέτη, Η κόρ' η ασημόποδη του θαλασσένιου γέρου, Βουλαίς εσυμβουλεύθηκεν αντάμα μετ' εκείνον· Κι' αγκιχτικά 'μίλησ' ευθύς τον Δία τον Κρονίδην.

Αλλ' όταν μετ' ολίγον συνήντησε την Πηγήν, επιστρέφουσαν από τον ποταμόν, παραδόξως το πείσμα του εξηγέρθη εκ νέου και, αποστρέψας το πρόσωπον, επροχώρησε χωρίς να την χαιρετήση. — Τόσο μεγάλο κακό σούκαμα; είπεν η Πηγή σταματήσασα. — Δε θέλω να μου μιλής! απήντησε με τραχύτητα ο Μανώλης χωρίς να στραφή, και έφυγεν επισπεύσας το βήμα του, ως να τον κατεδίωκαν.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς θά ’τονε να τον ιδώ τον δούλο τούτον; ΙΟΚΑΣΤΗ Εδώ είναι. Μα γιατί ποθείς αυτό το πράγμα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Φοβούμαι: περισσότερα μίλησ’ από όσο έπρεπε. Ιδού το αίτιον της επιθυμίας. ΙΟΚΑΣΤΗ Γλίγωρα θα ’λθη. Αλλ’ άξιζα κ’ εγώ να μάθω, τι σου βαρύνει την καρδιά σου, βασιλιά μου.

Να ζη κάνεις ή να μη ζη; ο Σαίξπηρ ερωτά· λοιπόν to be or not to be; κι' εγώ τον ερωτώ· δεν μου αρέσει τίποτε κι' από τα δυο αυτά, κακό ψυχρό μου φαίνεται κι' εκείνο και αυτό. Είναι, μη είναι; σας 'ρωτώ . . . ήγουν εν άλλοις λόγοις, να ομιλής, να μη 'μιλής; να τρώγης, να μην τρώγης;

Μα πριχού την πάρης να μη μπαίνης στο σπίτι μας ... γιατί μα το Θεό ... Δεν ετελείωσε την απειλήν, αλλά δεν ήτο δύσκολον να την μαντεύση ο Μανώλης και με χειρονομίαν αδιαφορίας μεγαλοπρεπή απήντησε: — Δε θα βάψω μαύρα. Και απεμακρύνθη. — Να σε μάθουν ομπρός εκείνοι που σέχουνε να μιλής κύστερα να μπαίνης στων ανθρώπων τα σπίτια, είπεν ο Στρατής. Μα δε φταίτε σεις παρά ο κουζούλακας ο κύρης μου.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Όχι, Κλεάνθη, μη μιλής πλέον γι' αυτό· ας αφήσωμε κάθε σκέψι γάμου. Ύστερα από τη στέρησι του πατέρα μου δε θέλω να μπω πλέον στον κόσμο, ποτέ πλέον. Δέξου, πατέρα μου, την υπόσχεσί μου και άφησέ με να σε φιλήσω για να σου δείξω την αγάπη μου. ΑΡΓΓΑΝ Έλα, μη φοβάσαι· δεν είμαι πεθαμένος. Είσαι αίμα μου, είσαι αληθινή μου κόρη και είμαι ενθουσιασμένος που γνώρισα τον καλό σου χαρακτήρα.