United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η φράσις αύτη ένυξε πάσας τας απορίας μου, ανεκάλεσε πάσας τας υπονοίας, ας είχον συλλάβει από πολλών ημερών. Παραχρήμα η εκφρασις του προσώπου μου μετεβλήθη, και λαβούσα σκίμποδα έθηκα αυτόν παρά τον τοίχον και παρεκάλεσα τον ξένον να καθίση. Εκείνος υπήκουσε. — Λοιπόν έχουν σκοπούς; είπον χωρίς να κρατηθώ· έχουν σκοπούς, είπες; Και τι σκοπούς έχουν δι' αυτήν την μικράν, παρακαλώ;

Τοιουτοτρόπως η αγάπη και το σέβας του Κοριολάνου προς την μητέρα του έσωσαν και την Ρώμην από την καταστροφήν της, και τον Κοριολάνον από το αιώνιον αίσχος, το οποίον ήθελε περικαλύψει την μνήμην του, αν ήθελον εκτελεσθή οι κατά της πατρίδος πατροκτόνοι σκοποί, τους οποίους ως εκ της απαιδευσίας και της κακής ανατροφής είχε συλλάβει.

Ήλπιζε δε να κατορθώση εν τω μεταξύ να περιορίση τον πατέρα του, και ν' αντισταθή απηλπισμένως κατά των πολιορκούντων την είσοδον της καλύβης. Αλλ' ουδέ ούτος προείδε τι έμελλε να συμβή. Ιδούσα η Αϊμά ότι ο Μάχτος είχε συλλάβει στιβαρώς τον πατέρα του με τας δύο χείρας, δεν έχασε καιρόν.

Οφείλομεν να είπωμεν και άλλο τι μάλλον επίπονον. Πού εστρέφετο η φαντασία της Αϊμάς, ταύτα μελετώσης; Έβλεπε πόρρωθεν τον πολικόν αστέρα της Ειμαρμένης φωτίζοντα τα διαβήματα αυτής; Επεθύμει να βαδίση εν τω σκότει, και είχε το προς τούτο θάρρος; Ποίαν μυστικήν ελπίδα είχε συλλάβει και ποίον μύχιον αίσθημα έτρεφε; Φευ! Ουδένα αστέρα έβλεπεν ανατέλλοντα.

Κ' έφυγε μόλις εύρεν ευκαιρίαν χωρίς να τον εννοήση κανείς, σπεύδων ωσεί καταδιωκόμενος. Ο τόσος αλλαλαγμός κ' αι φωναί των βλάχων επί τη αναστάσει του Ιησού, τα φώτα και η χαρά εκείνη, η έξαλλος, έθλιβον την καρδίαν του σφιγκτά σφιγκτά, ως να την είχε συλλάβει χειρ Βριάρεως.

Οι Αθηναίοι όμως ενόησαν ότι τους απέπεμπον χωρίς να τοις είπουν τον αληθή λόγον, αλλά διότι είχον συλλάβει κατ' αυτών υπόνοιάν τινα· όθεν αγανακτήσαντες και μη δυνάμενοι να υποφέρουν το τοιούτο εκ μέρους των Λακεδαιμονίων, ευθύς άμα ανεχώρησαν, αφήκαν την μετ' αυτών γενομένην συμμαχίαν εναντίον των Μήδων και εγένοντο σύμμαχοι με τους εχθρούς των Λακεδαιμονίων Αργείους· αμφότεροι δε ηνώθησαν με τους Θεσσαλούς διά των αυτών όρκων και της αυτής συνθήκης.

Επίστευε λοιπόν ο Δημοσθένης ότι δεν έπρεπε να διαμείνουν περισσότερον· αλλά μετά την αποτυχίαν, την οποίαν υπέστη, εγνωμάτευσε να τεθή εις ενέργειαν το σχέδιον, το οποίον είχε συλλάβει, ότε ερριψοκινδύνευσε την κατά των Επιπολών επίθεσιν, και άνευ περισσοτέρας χρονοτριβής, ενόσω ακόμη ηδύναντο, να διαπεράσουν το πέλαγος και να κρατούν τας εχθρικάς δυνάμεις διά των προ μικρού ελθόντων πλοίων.

Ο Μάχτος είξευρεν ότι η πράξις του ήτο κακή, αλλά δεν ηδύνατο να την παραλίπη. Είχεν ανάγκην να μάθη τι έλεγεν εις τον πατέρα του ο ξένος. Άλλως δεν ηδύνατο να ησυχάση. Η υπόνοια, ην είχε συλλάβει ο Μάχτος, ας είπωμεν τούτο, ήτο περίπου τοιαύτη. Ο νέος υπώπτευσεν ότι ο ξένος ούτος ηράτο της Αϊμάς, και ήθελε να την νυμφευθή. Προς τούτο λοιπόν διεπραγματεύετο με τον πατέρα του.

Γενομένης δ' εκκλησίας ο Αλκιβιάδης ήρχισε να θρηνή και να απαριθμή τας δυστυχίας της εξορίας του· ωμίλησεν επίσης πολύ περί των πολιτικών υποθέσεων και προσεπάθησε να εμπνεύση μεγάλας ελπίδας διά το μέλλον και εμεγαλοποίησεν υπερβολικά την ισχύν του επί του Τισσαφέρνους, διά να τον φοβηθούν οι αρχηγοί της ολιγαρχίας εν Αθήναις, διά να διαλύση τας συνωμοσίας, διά να καταστή μάλλον σεβαστός εις τους Αθηναίους της Σάμου και τους εμπνεύση εμπιστοσύνην προς εαυτούς, τέλος διά να διαβάλη όσον το δυνατόν περισσότερον τους εχθρούς του εις τον νουν του Τισσαφέρνους και να καταστρέψη τας ελπίδας, τας οποίας είχαν συλλάβει.

Ο δε Αλκίδας ουδέ ταύτα παρεδέχθη, αλλ' επέμενεν ότι, επειδή δεν ηδυνήθη να βοηθήση εγκαίρως την Μυτιλήνην, έπρεπε τάχιστα να επιστρέψη εις την Πελοπόννησον. Αναχωρήσας ο εκ του Εμβάτου παρέπλεε τας ακτάς· και αποβιβασθείς εις την Μυόννησον των Τηίων έσφαξε τους πλείστους εκ των αιχμαλώτων, τους οποίους είχε συλλάβει κατά τον πλουν.