United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η φράσις αύτη ένυξε πάσας τας απορίας μου, ανεκάλεσε πάσας τας υπονοίας, ας είχον συλλάβει από πολλών ημερών. Παραχρήμα η εκφρασις του προσώπου μου μετεβλήθη, και λαβούσα σκίμποδα έθηκα αυτόν παρά τον τοίχον και παρεκάλεσα τον ξένον να καθίση. Εκείνος υπήκουσε. — Λοιπόν έχουν σκοπούς; είπον χωρίς να κρατηθώ· έχουν σκοπούς, είπες; Και τι σκοπούς έχουν δι' αυτήν την μικράν, παρακαλώ;

Ω πατέρα μου, του είπα, ηύρα δύο γερόντους, που ενέμπαιξαν μετ' εμένα· τους παρεκάλεσα να μου ειπούν ποίος ήτον ο αυτουργός του χαμαϊλιού, που είνε στο βουνόν, και μου απεκρίθησαν ότι δεν το ηξεύρουν μα πως είχαν ένα αδελφόν μεγαλύτερον, που ημπορούσε να μου το φανερώση.

Αλλ' αχ! αυτό μόνο σε μερικούς ευγενείς εδόθηκε, χύνοντας το αίμα τους για τους δικούς τους και με το θάνατό τους να δώσουν νέα εκατονταπλάσια ζωή στους φίλους τους! »Με αυτά τα φορέματα, Καρολίνα, θέλω να με θάψουν· τα έγγιξες συ, τα έκαμες ιερά· παρεκάλεσα ακόμη γι' αυτό και τον πατέρα σου. Η ψυχή πετά επάνω στο φέρετρο. Να μη εξετάσουν τις τσέπες μου.

Τους έδειξα το χρήμα του, που ήταν όλο εκεί και το οποίον κανείς δεν το ήγγισεν. Από την μεγάλην μου πεποίθησιν ετακτοποίησα τα καθίσματα εις το δωμάτιον και τους παρεκάλεσα ν' αναπαυθούν εκεί. Και εγώ ο ίδιος, με το εκπληκτικόν θράσος που μου ενέπνεε μία τόσον τελεία επιτυχία, ετοποθέτησα το κάθισμά μου εις το μέρος όπου ευρίσκετο το πτώμα του θύματός μου. Οι αστυνομικοί εξεπλάγησαν.

Εγώ δε μη υποφέρων ταύτα, δεν ηθέλησα μεν να την καταγγείλω επί μοιχεία, αλλά κατέφυγα εις τον Διάλογον, τον οποίον είχα γείτονα και τον παρεκάλεσα να με δεχθή πλησίον του. Αυτά είνε τα μεγάλα αδικήματα τα οποία έπραξα εγώ εναντίον της Ρητορικής.

Άμα δε έφθασα εκεί, ευρήκα ένα εκ των Χαλδαίων, σοφόν και θαυμαστόν κατά την τέχνην, ο οποίος είχε λευκήν την κόμην και γενειάδα σεβάσμιαν, ωνομάζετο δε Μιθροβαρζάνης. Τον παρεκάλεσα και τον καθικέτευσα και μετά δυσκολίας τον έπεισα να με οδήγηση εις τον Άδην με οίαν δήποτε αμοιβήν ήθελε.

Τι ωραίος καιρός! Ποσάκις τας ψυχράς του Δεκεμβρίου εσπέρας, ενώ έδερεν έξω η βροχή τα φύλλα των παραθύρων, ή εστροβίλιζεν ο βορράς τον ανεμοδείκτην της καπνοδόχης, εκάθισα, — ως εκάθισες βεβαίως και συαπέναντι των σπινθηρακιζόντων δαυλών της εστίας, πορφυρών τας παρειάς μου εις τας φλόγας της, και στηρίζων την κεφαλήν μου εις τα γόνατα της γραίας μου μάμμης, και την παρεκάλεσα, θωπεύων το κατ αρχάς και κλαυθμηρίζων μετά ταύτα, να ανοίξη τα μαραμμένα πλέον και επιχνοώντα ήδη αλλά φιλόμουσα πάντοτε χείλη της, και μας διηγηθή κανέν παραμύθι!

ΧΑΡ. Εύγε τους• βλέπω όμως, Ερμή, ότι είνε πολύ ολίγοι. ΕΡΜ. Είνε παράδοξον ότι είνε και τόσοι. Αλλά καιρός να κατέβωμεν. ΧΑΡ. Κάτι τι ακόμη επεθύμουν να μάθω, Ερμή, και διά να μου κάμης πλήρη την χάριν διά την οποίαν σε παρεκάλεσα, θέλω να μου δείξης τα μέρη εις τα οποία αποθηκεύουν και θάπτουν τα σώματα εκείνων που πεθαίνουν. ΕΡΜ. Τα ονομάζουν μνήματα και τάφους και μαυσωλεία.

Σωκράτης Αυτό λέγω, ότι ενώ εγώ σε παρεκάλεσα να μου ειπής τι είναι ολοκληρωτικώς αρετή, δεν μου λέγεις καθόλου, μου είπες δε, ότι πάσα πράξις είναι αρετή εάν γίνεται μ' ένα μέρος αρετή, ωσάν να μου έχης ειπή τι είναι εν γένει αρετή, και ότι εγώ ήδη θα την γνωρίσω, και αν την κατακόψης εις κομμάτια.

Τίμαιος Β. | Βεβαιότατα· και όσον δυνάμεθα δεν θα λείψωμεν εις τί- ποτε, διότι δεν θα ήτο και δίκαιον, αφού χθες εφιλοξενήθημεν υπό σου με την πρέπουσαν φιλοξενίαν, να μη σοι ανταποδώσωμεν το γεύμα προθύμως ημείς οι λοιποί. Σωκράτης Άρα γε ενθυμείσθε όσα και περί ποίων σας παρεκάλεσα να ομιλήσωμεν; Τίμαιος Μερικά ενθυμούμεθα, όσα δε δεν ενθυμούμεθα συ παρών εδώ θα μας τα υπενθυμίσης.