United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κοντός, παχύς, μέσατα μαύρα τσόχινα, με άσπρο υποκάμισο, με την χρυσήν καδένα του. Κ' εκράτει στερεώς την Θωμαήν από της χειρός, ίνα μη προχωρή. Αλλ' αύτη, επιθυμούσα να προχωρήση, ώρμα προς τα κάτω πάντοτε λέγουσα: — Πάμε μέσα, που φοβάσαι μη σε φάνε! και είλκεν αυτόν. — Πού πας, αδελφή; παρετήρησε τότε ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έμφοβος.

Αλλά το να παραιτήση ο άνδρας την γυναίκα του, και εκείνος μεν να γίνη άφαντος, σαν ένας κομήτης, οπού δεν θα ξαναφανή πλέον, αύτη δε να είνε χήρα, και να μη έχη την άδειαν να μαυροφορέση, τούτο θεωρείται ακόμη πλέον άτυχον, και πλέον κακόν. — Να θαμπωθούμε πλεια τόσο, να στραβωθούμε, καλέ, από μια χρυσή καδένα! έκλαιον απηλπισμέναι.

Η συνείδησίς μου ήρχιζε και αυτή να καθησυχάζη, η ένοχος, και μετά τινας ημέρας ήρχισα να διακρίνω επάνω εις το στήθος μου, οπού είχον πάντοτε την χρυσήν μου καδένα, κάτι ως φως, κάτι τι ως αναμμένον κηράκι, και μου εφαίνετο ότι ανέπνεα οσμήν μοσχολιβάνου. Θάρρος μου έλεγε πάντοτε ο ιατρός, θάρρος μου επανελάμβανε και ο έτερος των γλωσσιτών, οπού με υπηρετούσεν ως αδελφός μου.

Ακόμη και τα δάχτυλά του, που ήταν τυλιγμένα με τη χρυσή καδένα επάνω στο στήθος του, έμοιαζε να γελάνε. Ο Έφις τον κοίταζε τρομαγμένος, με τα μάτια όλο αγωνία, σαν τραυματισμένο ζώο. «Μα εκείνος πεθαίνει από την πείνα! Τον είδα προχθές. Έμοιαζε με ζητιάνο με τρύπια παπούτσια. Ακόμη και το ποδήλατό του πούλησε, δε σου λέω τίποτε άλλο!» «Όχι, πείτε μου!

Κύτταξε, Θωμαή μου, πώς ανεμίζει η χρυσή καδένα του! Σαν φειδάκι, καλέ, ζωντανό! Το αυτό συνέβαινε πάντοτε, έλεγεν η γραία, οσάκις ο Λαλεμήτρος ήτο αδιάθετος ή ασθενής.

Ο ντον Πρέντου άνοιξε τα χοντρά του χείλη για να γελάσει και να πει μια από τις συνηθισμένες του χοντράδες, αλλά χαμήλωσε το βλέμμα επάνω στην γριά που έτρεμε, κοίταξε το κολιέ και τα σκουλαρίκια που ταλαντεύονταν, και άγγιξε κι εκείνος την χρυσή του καδένα και το πρόσωπό του συννέφιασε, όπως εκείνο το βράδυ που είδε να τρέμει ο ώμος του ανιψιού του.

Να ιδής, Θωμαή μου, μία χρυσή καδένα, μία μαλαματένια καδένα. Μισή οκά χωρίς άλλο! Είπεν εκπεπληγμένη η γρηά-Κυρατσού προς την κόρην της, ανυπόμονος να την υπανδρεύση· κ' έκαμε γαμβρόν τον Λαλεμήτρον με την χρυσήν καδένα.

Και ο ντον Πρέντου στεκόταν εκεί, να χαϊδεύει την καδένα του και να κοιτάζει κάτω, προς το ποτάμι, σαν να περίμενε κι εκείνος κάποιον. «Τι στο καλό. Μήπως πέθαναν κι αυτές;» «Η ντόνα Έστερ θα είναι στην εκκλησία και η ντόνα Νοέμι ίσως έχει ξαπλώσει.» «Γιατί, άρρωστη είναι;» «Τι να πω! Τώρα τελευταία, όταν γυρίζω, τη βρίσκω στο κρεβάτι.

Μούκανε την ευκολία να θάψω το κορίτσι, του πήγα κ' εγώ αμανάτι μια χρυσή καδένα, κάτι γανώματα, ένα ταψί μεγάλο, πολίτικο. Έγδυσα το σπίτι, τι να κάνω; «Δεν πιάνουν τίποτα, Νικόλα παιδί μου, μούλεγε. Μισοτιμής να τα πουλήσης και πάλε. Ποιος έχει παράδες να δώσηΠάνε κι' αυτά μαζί με τάλλα. Να δουλέψω δεν μπορούσα^ από αρρώστεια σε αρρώστεια κ' εγώ και το Μυγδαλιώ, η γυναίκα μου.

Να κάμη πως δεν με γνωρίζει; Είπαμε δα νάχουμε κ' εμείς ένα πατριώτη μέσατην Αθήνα, μα τα προκόψαμε! — Μήπως μπάρμπ'-Αναγνώστη, κάνεις λάθος; παρετήρησεν η γρηά Κυρατσού. Μπορεί να μοιάζη κανένας με τον Λαλεμήτρο. Δύο κεφάλια είναι δύσκολο να μοιάσουν, στο μούτρο όμως πολλαίς φοραίς μοιάζουν οι άνθρωποι. — Σώπα, θεια. Τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα; Άκουσε και κρίνε.