United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μούκανε την ευκολία να θάψω το κορίτσι, του πήγα κ' εγώ αμανάτι μια χρυσή καδένα, κάτι γανώματα, ένα ταψί μεγάλο, πολίτικο. Έγδυσα το σπίτι, τι να κάνω; «Δεν πιάνουν τίποτα, Νικόλα παιδί μου, μούλεγε. Μισοτιμής να τα πουλήσης και πάλε. Ποιος έχει παράδες να δώσηΠάνε κι' αυτά μαζί με τάλλα. Να δουλέψω δεν μπορούσα^ από αρρώστεια σε αρρώστεια κ' εγώ και το Μυγδαλιώ, η γυναίκα μου.

Πες του τού πατριώτη που περνάει από μπρος σου, να μην κατέβη στο «τσαρσί» αύριο, μόνο να σ' αφήση εσένα να του πουλήσης τα τσίτια του, και θ' ανατριχιάση η πέτσα του. Τις δουλειές του τόπου του όμως πρέπει να τις βολέψη ο ξένος. Πώς γίνεται να κινδυνέψη, όχι πια τη ζωή του, μόνο και το &έχει& του για τον τόπο του! Και τι κατάλαβε να καλοπερνάη λέει, ο τόπος, κι αυτός να στερείται!

Έλα, έλα και θα σου πω, της κράζει η Ασήμω. Άφινέ τα τά κοτόπουλα κ' έρχουνται μοναχά τους. Έλα, και θα το δης το πουλί που σου φέρνω. Ζυγώνει σιγοπερπατώντας η σκυφτή γριούλα, και της λέει. — Τι 'ναι μαθές αυτά που γυρεύεις πάλε να μου πουλήσης στα γεράματά μου; Πώς γίνεται και δε μούφερες μαθές ξύλα απόψε; Τα γόνατά μου κοπήκανε μάζευε μάζευε κούτσουρα.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Όπου κι' αν 'πάγω είκοσι, αν θέλω, αγοράζω. Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Να τους πουλήσης; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Φλυαρείς όσον ο νους σου κόπτει. Και όμως κόπτει κάμποσον. Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Προδότης είν' αλήθεια, μητέρα, ο πατέρας μου; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Ναι. Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Τι θα 'πή προδότης; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Κείνος που επάτησε τους όρκους του. Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Και όλοι, όσοι το έκαμαν αυτό, όλοι προδόται είναι;

ΚΕΝΤ Είσαι ένας παληάνθρωπος, ένας κατεργάρης, ένας χαμερπής ξυλοϋπερήφανος, ένας σιχαμένος ζητιάνος, είσαι ένας στρεψόδικος, ένας ξετσιπωμένος αγυιογδύτης· ένας που κάμνεις και τον μαυλιστήν να πουλήσης δούλευσιν, — ένας κατεργάρης και ζητιάνος και άνανδρος και μαυλιστής όλα μαζί και ανακατωμένα· ένας σκρόφας υιός και κληρονόμος· ένας που θα σου δώσω ξύλον να ξεφωνίζης από τον πόνον, αν τολμήσης να μου ειπής, ότι δεν σου ταιριάζει και μία συλλαβή από όσα σου αράδιασα!

Μα τον Ποσειδώνα! είπα, εγώ τότε· τώρα πλέον μ' αυτό επέθεσες τον κολοφώνα εις την σοφίαν σας· αρά γε θα την αποκτήσω και εγώ ποτέ, ώστε να γίνη και δική μου; — Και μήπως τάχα, Σωκράτη, θα την γνωρίσης, αν γίνη δική σου; — Εάν τουλάχιστον το θελήσης εσύ, πιστεύω ναι. — Και υποθέτεις λοιπόν, εξηκολούθησε, πως γνωρίζεις τα δικά σου; — Αν δεν λέγης συ τίποτε άλλο· διότι από σένα πρέπει να αρχίζωμεν και εις τον Ευθύδημον να τελειώνωμεν. — Νομίζεις λοιπόν ότι εκείνα τα πράγματα είναι δικά σου, που τα έχεις εις την κατοχήν σου και μπορείς να τα κάμης ό,τι θέλεις; παραδείγματος χάριν, το βώδι και το πρόβατον, που θα μπορούσες να τα πουλήσης και να τα χαρίσης και να τα θυσιάσης σε όποιο θεό θέλεις, νομίζεις πως είναι δικά σου; και εκείνα, που δεν θα μπορούσες να διαθέσης κατ' αυτόν τον τρόπον, δεν θα είναι δικά σου;