United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μούκανε την ευκολία να θάψω το κορίτσι, του πήγα κ' εγώ αμανάτι μια χρυσή καδένα, κάτι γανώματα, ένα ταψί μεγάλο, πολίτικο. Έγδυσα το σπίτι, τι να κάνω; «Δεν πιάνουν τίποτα, Νικόλα παιδί μου, μούλεγε. Μισοτιμής να τα πουλήσης και πάλε. Ποιος έχει παράδες να δώσηΠάνε κι' αυτά μαζί με τάλλα. Να δουλέψω δεν μπορούσα^ από αρρώστεια σε αρρώστεια κ' εγώ και το Μυγδαλιώ, η γυναίκα μου.

Δε σου τώπα; Θα πάω να δω αν είνε καιρός για διπλοσκάφισμα. — Ο Θεός μαζή σου, μια που δε μ' ακούς. Λες πως δε θα δουλέψης· μα μπορείς τουλόγου σου να πας στα γονικά σου και να μην κάμης κιαμμιά δουλειά, και Λαμπρή νάνε; Ο γάιδαρος περίμενε μπροστά, στην πόρτα στρωμένος, κιο Σιφογιάννης, ενώ τον έλυνε, είπε στην γυναίκα του με λίγο νεύρωμα: — Μα σου τώπα δα, σου τώπα, πως δε θα δουλέψω.

Δεν επίστευα τίποτες από όσα μου υπόσχουνταν και μετά το κακό που μου έκαμεν, είχα περισσότερη όρεξι να τον πνίξω παρά να τον δουλέψω. Ημπορούσε όμως να με κάμη να χάσω τη θέσι μου, και του υποσχέθηκα να ετοιμάσω, τα γράμματα αμέσως. Το απόγευμα έστειλε να τα πάρη μ' ένα υπαξιωματικό.

Ο πατήρ στρατηγός είχε ανάγκη να στρατολογήση νέους Γερμανούς Ιησουίτες· γιατί οι αφέντες της Παραγουάης δέχονται όσα μπορούνε λιγώτερο τους Ισπανούς Ιησουίτες· προτιμούνε τους ξένους, γιατί μπορούνε να τους διευθύνουνε καλύτερα· θεωρήθηκα κατάλληλος από τον αιδεσιμώτατο πατέρα στρατηγό να πάω να δουλέψω σ' αυτή την άμπελο. Αναχωρήσαμε ένας Πολωνός, ένας Τυρολέζος κ' εγώ.

Καθώς μου βαρείς χορεύω, καπετάν Βασίλη. Τι θέλεις να σου ειπώ; Μου μιλάς για παντρειά σαν να θέλης να σηκώσω ένα σακκί στον ώμο. Καλά, το εσήκωσα· κ’ έπειτα; Να σου ξεμολογηθώ λοιπόν σαν πατέρα μου· νέτασκέτα. Όρεξι δεν έχω να ζήσω πια· Δεν ξέρω γιατί· μα δεν έχω. Γνωρίζεις πως εδούλεψα από τα μικρά μου χρόνια. Όσο είχα εμπρός μου εκείνα τα κορίτσια ήθελα να ζήσω και να δουλέψω.

Αν ήθελες, θάλεγες του κυρού μου πως εμάς δε μας εγνοιάζει για το σπίτι, μόνο θέμε να παντρευτούμε. Σα γενή ο γάμος, ας με βάλη να δουλέψω να χτίση δέκα σπίτια μαγάρι. Η Πηγή εξηκολούθει να σιωπά. — Να του το πης θες; ηρώτησεν ο Μανώλης, αφού επί τινας στιγμάς επερίμενε την απάντησίν της. — Μα δεν μπορώ, σου 'πα, δεν μπορώ, απήντησεν η Πηγή και τα δάκρυά της ήρχισαν να τρέχουν.

Η θάλασσα στο πρώτο μου ταξείδι αντάμειψε την αγάπη μου. Έμεινα πλέον αναγκαστικός δουλευτής του καπετάν Καλιγέρη. Δουλευτής για το ψωμάκι. Ψωμάκι το δικό μου και της καπετάνισας. Αλλά με όλη τη συμβουλή της ούτε να τον τιμήσω, ούτε να τον δουλέψω ημπόρεσα περισσότερο τον θείο μου. Αν είνε να δουλέψω ναύτης εσκέφθηκα, δόξα σοι ο Θεός βρίσκονται και άλλα καράβια.

Όλοι χαιρετούσαν τον τυφλό σαν παλιό γνώριμο, αλλά κοίταζαν με καχυποψία τον Έφις. «Εσύ είσαι ακόμη δυνατός και καλοστεκούμενος», του είπε ένας νεαρός σακάτης, «πώς και ζητάς ελεημοσύνη;» «Έχω μια κρυφή αρρώστια που με τρώει και μ’ εμποδίζει να δουλέψω», απάντησε ο Έφις, αλλά ντράπηκε για το ψέμα του. «Ο Θεός λέει να δουλεύουμε όσο μπορούμε∙ μακάρι να μπορούσα κι εγώ.