United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και του δίνει τα τυριά σαν δώρο, επειδή ήταν από καιρό φίλος, από τότε που έβοσκε κι αυτός. Κάνοντας αρχή από δω άρχισε να του λέη και για την παντρειά της Χλόης.

Επειδή είταν ώμορφη, τίμια και νοικοκυρά, πολλοί πολλές φορές τη γύρεψαν να την πάρουν, αλλ' αυτή δε θέλησε ν' ακούση για δεύτερη παντρειά. Πρόσμενε πάντα και παρηγορούσε την ερημιά της, μ' ένα γράμμα, μοναχό γράμμα, που είχε στείλη ο Κώστας στους γονήδες του, άμα έφτασε στα Ξένα.

Το πρώτο του κορίτσι, η ξανθομαλλούσα η Βασιλική, δυο χρόνια τόρα αρραβωνιασμένη θάνοιγε το σπίτι της κι αυτή, θάβγαινε το κορίτσι από τη συλλογή του, θάβγαινε κι αυτός απ' αυτή την παντρειά. Πέρυσι η σταφίδα τίποτε, λιγοστή, πρόπερσι τα ίδια. Τόρα έδοσε ο θεός κι όλα καλά πήγαιναν. Και τα τραγούδια έρχουνταν γλυκύτερα, από μακριά, κ' η εξοχή χαμογελούσε όμορφη κι ευτυχισμένη.

Ύστερα από την παντρειά του, μη έχοντας ούτε χωράφια να δουλεύη, ούτε γίδια και πρόβατα να βόσκη, ούτε μουλάρι να κάνη τον αγωγιάτη, ούτε καμμιά τέχνη για να ζη στον τόπο του, αποφάσισε το γληγορώτερο να ξινιτευτή. Αποχαιρέτισε τη γυναίκα του κι' έφυγε, κι' αφού πέρασε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, έφτασε στην Ξενιτειά.

Εκείνο το γέλιο του, εκείνα τα λόγια του τα ξερά και ξεκομμένα, εκείνο το μούτρο που της έκανε, ήτανε σαν ένας κουβάς κρύο νερό, που της αδειάσανε στο κεφάλι. Για μια στιγμή συλλογίστηκε πως ο παπάς είχε δίκηο, πως τα λόγια του ήτανε σωστά, πως έπρεπε να βγάλη απ' το νου της την παντρειά.

Κι όχι από κακογνωμιά κι από παράλογο πείσμα, παρά να ξεθυμάνη, που είχε κι αυτή κόρη για παντρειά, κι όχι γαμπρό, μα μήτε δαυλό, που λέει ο λόγος, δεν μπόρειε να της βρη. Δεν έγινε η αποθυμιά της γειτόνισσας. Χύμιξε ολόχλωμη κι αμίλητη η Ασήμω, και με μια της σκουντιά σφάληξε την πόρτα κατάμπροστά της. Ξεφώνιζε η γειτόνισσα απέξω, μα τα ξεφωνητά της λίγο λίγο αδυνάτιζαν, καθώς έφευγε και πήγαινε.

Κ' ενώ παρακαλούσαν, προσπαθούσανε συνάμα να βρουν και τρόπο για να ιδούν ο ένας τον άλλον. Η Χλόη ήτανε φοβερά ανίκανη και δεν έκοβε το μυαλό της, επειδή πάντα βρισκότανε σιμά της η ψευτομάννα, μαθαίνοντάς τη να ξαίνη τα μαλλιά και να στρήφτη τ' αδράχτι και μιλώντάς της όλο για παντρειά.

Να μην το κουνήση πια κανείς από 'δώ μέσα ! σωστό νοσοκομείο το κάμαμε ! Μηδά τόθελα εγώ που άργησα; Να, μ' έμπλεξαν κάτι φίλοι, δε μ' αφήσανε να φύγω : με κοροΐδεύανε για την παντρειά μου και με το δίκιο τους που τα μπλάστρωσα και γίνηκα νταντός και νοσοκόμος!. . . Μόλις άκουσε τη μιλιά του η Βεργινία, στέγνωσαν τα δάκρυα της και με μια φωνή σαν πνοή που προσπαθούσε να βάλη και λίγο γέλοιο μέσα στο παράπονό της, του είπε: Φοβήθηκα μήπως δεν ξανάρθης!-και πάλι τα μάτια της αρχίσανε να τρέχουν. . . Μα ο Νίκος δεν άκουσε και δεν είδε τίποτα, μόνο έλεγε παρακάτω: Έπειτα ήξερα που είχες την Ευρυδίκη κοντά σου: μούπε πως θα κάτση να σου κάνη συντροφιά ίσαμε που να γυρίσουμε. . Ως που να το καταλάβωμε, πέρασε η ώρα.-Το περισσότερα έμεινα για χάρη τον κοριτσιού, που τόχομε τώρα ένα μήνα μανταλωμένο εδώ μέσα και δεν είδε μέρα Θεού: ήθελε νάκανε ένα γύρο το κορίτσι και το λυπήθηκα. Θέλεις να σου δώσω τίποτα να πιής;-την αρώτησε βλέποντας την που ξεροκατάπινε.

Ο παπάς ρούφηξε την τσιγάρα του, μια τσιγάρα χοντρή σαν το μεγάλο του δάχτυλο, έπαιξε το κομπολόγι του μια και δυο φορές στη φούχτα του και της είπε, χαμογελώντας: — Ακόμα δεν την έβγαλες, ευλογημένη, αυτή την ιδέα από το μυαλό σου; Ακόμα τη συλλογίζεσαι την παντρειά; Μπα! που νάχης την ευχή του Θεού. Η Ταρσίτσα πειράχτηκε ως τα κατάβαθα της καρδιάς της.

Και τούτο εκίνει τον φθόνον των άλλων γραιών, αίτινες εις την γωνίαν της εκκλησίας κρίνουσαι περί πάντων ορατών και αοράτων, γνωστών και αγνώστων, δεν άφιναν και τούτο απαρατήρητον κ' έλεγαν προστατευτικώς τάχα: — Δεν κυττάζ' τες θυγατέρες της που είναι για παντρειά, μόνον μ' θέλει καινούργια μανδήλα! Και δεν ήτο καινουργής της πτωχής!