United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα κι όσα τέτοια είχε, λες και σαν ταστροπελέκι γνώριζε το τι ναγγίξη και τι να μην αγγίξη. Μπρούντζους, τενεκέδες, λιθάρια, σβάρνα τα πήρε· ως τόσο το φαρφουρί δεν το πείραξε. Και πώς μπορούσε να τα βλάψη τα πολύτιμα μας εθνικά φυλαχτήρια η Επανάσταση εκείνη, αφού από τα φυλλοκάρδια μας την έβγαλες την κοσμοχαλάστρα την Αλήθεια!

Μια φορά, άλλοτε: ήμουν ο πληγωμένος τραγουδιστής που έσωσες όταν έβγαλες από το σώμα του το φαρμάκι με το οποίο ήταν δηλητηριασμένη η λόγχη του Μόρχολτ. Μην κοκκινίζης, τρυφερή κόρη, όπου γιάτρεψες αυτές της πληγές.

«Και τώρα χάρη εγώ χρωστώ στην Αφροδίτη πρώτα »κ' ύστερα χάρη δεύτερη χρωστώ σε σένα πάλι »που μ' έβγαλες απ' τη φωτιά του πόθου πριν με κάψη »κ' έστειλες και μ' εκάλεσες ναρθώ στο σπιτικό σου· »γιατί κι από το φλογερό ηφαίστειο της Λιπάρας »πιο καυτερά, πιο φλογερά ο έρως καίει και φλέγει». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Μου έβγαλες την πίστι μου... ΦΑΣΟΥΛΗΣ Κι' ακόμη θα 'στήν βγάλω. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Μήπως σ' αρέσει το Μηδέν, του Βούδδα η Νιρβάνα, όπου δεν βρίσκεται κανείς Ιωακείμ και Άννα;

Γιατί, πατέρα, κάθεσαι και ζαλίζεσαι για μένα· είπε στο Μαλαματένιο. Ας τους Μορφόπουλους να κάνουν τα κέφια τους. — Λέει την αλήθεια του Θεού, κόρη μου! είπε η γριά· τι τους έκαμες και σε μάχουνται τόσο ; Τα μάτια τους έβγαλες, μαθές! — Καλά δε θέλουν να σε ξέρουν πρόσθεσε ο γέρος. Μα να σε βρίζουν κι όλα! — Κι αν βρίζουν και τι; Οι βρισές απάνω τους γυρίζουν κ' έγνοια σας.

ΜΕΝ. Όχι για κακό, Τειρεσία• λοιπόν 'πες μου, αν δεν σ' εμποδίζη τίποτε. ΤΕΙΡ. Δεν ήμουν μεν στείρα, αλλά και δεν εγέννησα. ΜΕΝ. Καλά, αλλά ήθελα να μάθω αν είχες και μήτραν. ΤΕΙΡ. Είχα, πώς όχι; ΜΕΝ. Λοιπόν με τον καιρόν σου εξηφανίσθη η μήτρα και το γυναικείον όργανον εφράχθη και οι μαστοί απεσπάσθησαν και το ανδρικόν όργανον εφύτρωσε και έβγαλες γένεια, ή διά μιας από γυναίκα έγεινες άνδρας;

Έτσι εκατάφερε να παντρέψη ως τόρα τις τρεις αδερφές του, να συγγενέψη με τα καλήτερα σπίτια. — Ε, του λέγω Μανωλιό, μόλις τον είδα. Τόρα που έβγαλες αποπάνω σου το βάρος να κυτάξουμε να παντρεφτής κ' εσύ. — Εγώ; λέγει μ' ένα πικρό χαμόγελο. Εγώ παντρεύτηκα. Πήρα τέσσερες γυναίκες. — Τις αδερφάδες σου λες; Εκείνες με τη δόξα του θεού τις ξέκαμες.

ΣΕΒΑΣΤ. Θυμούμαι που εσύ έβγαλες τον αδελφό σου τον Πρόσπερο. ΑΝΤΩΝ. Αλήθεια· και ιδές, πόσο μου αρμόζουν αυτά τα φορέματα! πολύ καλύτερα παρά πρώτα. Οι δούλοι του αδελφού μου ήταν τότε συντρόφοι μου, τώρα με προσκυνούνε. ΣΕΒΑΣΤ. Πλην η συνείδησή σου

Εσύ λες τον Απόστολον πλειο καλά απ' αυτόν, γιατί εσύ έβγαλες το Σχολαρχείον· το λοιπόν, παιδί μου, εσύ εφέτος να πης «η προαίρεσις δίδου». Εμεγάλωσες τώρα. Εσύ να το πης. Αλλέως θα σε αφήσω ξεσκούφωτον και ξυπόλυτον τα Χριστούγεννα.

ΜΙΚ. Δυσκολεύομαι να το πιστεύσω αυτό• αφού ο Ερμής είνε κλέπτης, πώς δεν θέλει να κλέπτουν οι άλλοι; Ας πάμε όμως και θα προσπαθήσω να μη 'γγίξω στο χρυσάφι. ΠΕΤ. Τράβηξε πρώτα το πτερόν. . . . Τι έκαμες; Και τα δυο τα έβγαλες; ΜΙΚ. Έτσι είμαι πιο σίγουρος και για σένα θα είνε μικρότερα η ασχημία, γιατί δεν θα γέρνης και δεν θα κουτσαίνης από το ένα μέρος της ουράς. ΠΕΤ. Ας είνε.